Πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης παραμένει το μέσο κόστος των δανείων στην Ελλάδα σε όλες τις κατηγορίες δανείων, παρά την υποχώρηση στα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Στα καταναλωτικά δάνεια, που είναι και τα μόνα δάνεια «λιανικής» που κινούνται στην αγορά, οι ελληνικές τράπεζες χρεώνουν το τρίτο υψηλότερο επιτόκιο, της τάξης του 10,67% έναντι 7,52% που είναι ο μέσος όρος όλων των τραπεζών της ευρωζώνης, σύμφωνα με τα στοιχεία Μαρτίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Προκύπτει δηλαδή ένα «καπέλο» της τάξης των 3,10 ποσοστιαίων μονάδων.
Ακριβότερα είναι και τα στεγαστικά δάνεια, αφού το επιτόκιο για δάνεια 10ετίας στην Ελλάδα είναι 3,74%, ενώ ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι 3,10%. Το καπέλο στα στεγαστικά εμφανίζεται μικρότερο, αλλά αυτή η εικόνα είναι πλασματική, διότι στην πραγματικότητα οι τράπεζες δεν χορηγούν, παρά ελάχιστα νέα στεγαστικά δάνεια.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το καθαρό ποσό των νέων δανείων που χορηγήθηκαν από τις τράπεζες, αφαιρουμένων των αποπληρωμών δανείων (πιστωτική επέκταση) αυξήθηκε μεν το 2024, αλλά η αύξηση αυτή οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στα επιχειρηματικά δάνεια και κατά κύριο λόγο σε αυτά που δίνονται ως συγχρηματοδότηση για τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Πρόκειται, δηλαδή για μεγάλα δάνεια σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, στην πραγματικότητα στους ελάχιστους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης έτσι όπως στήθηκε το σύστημα. Οι επιδοτήσεις αυτές από το Ταμείο Ανάκαμψης δίνονται εφόσον οι επιχειρήσεις συμμετάσχουν με το περίπου 20%, οι τράπεζες δανείζουν το 30% και τα ευρωπαϊκά κονδύλια καλύπτουν το υπόλοιπο και σε αυτήν την διαδικασία , που αφορά συνολικά επενδύσεις 13,5 δισ.ευρώ, μόνο μεγάλες επιχειρήσεις συμμετέχουν.
Συνολικά το 2024 η αύξηση των καθαρών δανείων έφτασε το 9% στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα, η οποία επιμερίζεται σε αύξηση 13,8% στα δάνεια για τις επιχειρήσεις, αύξηση κατά 6,3% στα καταναλωτικά δάνεια, και μείωση κατά 2,6% στα στεγαστικά δάνεια. Η αύξηση στα δάνεια των ελευθέρων επαγγελματιών, των αγροτών και των ατομικών επιχειρήσεων ήταν μόνο 0,7%, δηλαδή τα δάνεια στις κατηγορίες αυτές ήταν στάσιμα.
Η εικόνα είναι χαρακτηριστική της στασιμότητας και του αδιεξόδου που υπάρχει στην τραπεζική αγορά αφού η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων αλλά και των νοικοκυριών είναι εκτός τραπεζικής χρηματοδότησης.
Ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων και νοικοκυριών που θα μπορούσαν δυνητικά να είναι πελάτες των τραπεζών είναι εκτός αγοράς και αγωνίζονται να εξοφλήσουν τα κόκκινα δάνεια, τα οποία έχουν μετακινηθεί από τις τράπεζες στα funds και τους servicers υπό την απειλή των πλειστηριασμών και με συνεχείς οχλήσεις από δικηγορικά γραφεία και εισπρακτικές εταιρείες.
Όπως ομολογούν τα ίδια τα τραπεζικά στελέχη, ακόμα και δανειολήπτες που δεν είναι «κόκκινοι» διστάζουν να μπουν στην διαδικασία του τραπεζικού δανεισμού για σπίτι, αφού έχουν «τρομάξει» με την επιθετικότητα των εισπρακτικών για τα κόκκινα δάνεια, αλλά και με το γεγονός ότι η διαχείριση του προβλήματος από την Πολιτεία ήταν ετεροβαρής έως άδικη, προς όφελος των τραπεζών και των «κορακιών» και σε βάρος των πολιτών.
Την εικόνα, βέβαια, δεν βοηθάει καθόλου η άνοδος των τιμών των ακινήτων, η οποία απορροφά και τα ποσά που χορηγούνται ως επιδοτήσεις από το πρόγραμμα «Σπίτι μου II» για αγορά κατοικίας σε λίγους δανειολήπτες που πληρούν τα κριτήρια. Η πραγματική εικόνα της τραπεζικής αγοράς εκτός από αδιέξοδη είναι και σουρεαλιστική, αφού οι τράπεζες, παρόλο που δεν κάνουν τη βασική δουλειά τους, που είναι να δίνουν δάνεια, συνεχώς εμφανίζουν τεράστια, διαρκώς αυξανόμενα κέρδη αλλά και ισολογισμούς που υποτίθεται ότι έχουν εξυγιανθεί, ενώ θριαμβολογούν για μείωση των κόκκινων δανείων στα χαρτοφυλάκιά τους.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι ισολογισμοί έχουν εξυγιανθεί μόνο στα χαρτιά και ότι τα κόκκινα δάνεια παραμένουν κόκκινα και προβληματικά και φτάνουν σε ύψος τα 75 δισ. ευρώ. Μόνο που τα κόκκινα δάνεια έχουν μεταφερθεί στα χέρια των funds και των servicers, οι οποίοι τα αγόρασαν κοψοχρονιά, χάρη σε κρατικές εγγυήσεις που τους δόθηκαν -με κάλυψη, δηλαδή, του Έλληνα φορολογούμενου- αλλά πιέζουν τους δανειολήπτες με πλειστηριασμούς και κατασχέσεις για να εισπράξουν τις οφειλές στο 100% των ποσών.
Όσο για τα κέρδη, όπως έχει συστηματικά καταγράψει το iΕidiseis, αυτά προήλθαν τα τελευταία χρόνια κατά το μεγαλύτερο μέρος από την εκμετάλλευση των χρημάτων που καταθέτουν οι πελάτες, για τα οποία οι τράπεζες πλήρωναν σχεδόν μηδενικά επιτόκια καταθέσεων, αλλά τα κατέθεταν οι ίδιες για λογαριασμό τους στον ειδικό υψηλότοκο λογαριασμό διευκόλυνσης που τους παρέχει η ΕΚΤ, ενθυλακώνοντας τη διαφορά.