Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τεράστιο δημοσιονομικό ζήτημα, καθώς στον ΟΠΕΚΕΠΕ επιβλήθηκε -βάσει των μέχρι σήμερα δεδομένων- μια κύρωση ύψους περίπου 500 εκατομμυρίων ευρώ για κακοδιαχείριση επιδοτήσεων.
Το ποσόν αυτό, ακόμη και εάν δεν αυξηθεί από παράπλευρες επιπτώσεις στις αγροτικές επιδοτήσεις και συμπληρωματικές αποκαλύψεις που συνολικά να αγγίξουν το 1 δισ. ευρώ, είναι τεράστιο ακόμη και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Η διάσταση του ζητήματος αυτού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν αφορά μόνο τα ποσά των κυρώσεων. Μεταφράζεται σε σοβαρό πλήγμα για τον κρατικό προϋπολογισμό, τις ευρωπαϊκές σχέσεις, τη δημοσιονομική σταθερότητα που έχει βασικούς περιορισμούς, ενώ επηρεάζει την αναπτυξιακή και παραγωγική προοπτική.
Πιο συγκεκριμένα, η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού από ένα πρόστιμο τέτοιου μεγέθους δεν είναι απλώς ένα «τεχνικό» θέμα. Επηρεάζει την πορεία του Συμφώνου Σταθερότητας, επιβαρύνει το δημόσιο έλλειμμα και μπορεί να περιορίσει την ευχέρεια άσκησης κοινωνικής, περιφερειακής και αγροτικής πολιτικής. Κάθε ευρώ που επιστρέφεται λόγω απάτης ή κακοδιαχείρισης είναι ευρώ που έχει αφαιρεθεί και αφαιρείται από την πραγματική οικονομία.
Το δημόσιο λογιστικό θα χρειαστεί να αναπροσαρμόσει κονδύλια και ενδέχεται να απαιτηθούν περιορισμοί δαπανών ή ακόμα και φορολογικά μέτρα. Ανησυχητικό δε είναι και το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ενδέχεται να θεωρήσουν την Ελλάδα χώρα υψηλού ρίσκου στη διαχείριση κοινοτικών πόρων. Σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο πλήττεται η πολιτική αξιοπιστία της χώρας και η θέση της αποδυναμώνεται έναντι άλλων κρατών-μελών που επιδεικνύουν αυστηρότερη τήρηση των κανόνων.
Η ελληνική υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ μπορεί συνεπώς να είναι και ένα case study για να διευκολυνθεί το πέρασμα ανατρεπτικών προτάσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για τη στήριξη της αγροτικής οικονομίας και της διαχείρισης των δημόσιων πόρων γενικώς.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που έχουν προχωρήσει και ολοκληρώνονται με συγκρουσιακές φυσικά απόψεις εκ μέρους των κρατών-μελών οι συζητήσεις για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2027–2034, τον νέο τρόπο χρηματοδότησης του Κοινοτικού Προϋπολογισμού, τη στήριξη της αμυντικής πολιτικής, την αλλαγή των διαρθρωτικών πολιτικών συμπεριλαμβανομένων και των διαπραγματεύσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), τον νέο τρόπο κατανομής των εθνικών αναπτυξιακών χρηματοδοτήσεων και του συγκεντρωτικού τρόπου διαχείρισής τους.
Στην αποκάλυψη της δεκαετούς υπόθεσης κακοδιαχείρισης των κοινοτικών επιδοτήσεων, η πολιτική και επικοινωνιακή διαχείρισή της, η μόχλευση κοινωνικών αντανακλαστικών και αντιδράσεων αναδεικνύουν «ερωτήματα» και πολιτικά «διλήμματα» για το «ποιος φέρει την ευθύνη». Ενα είναι όμως σίγουρο. Οτι οι ευρωπαϊκές ελεγκτικές αρχές με διευρυμένες εξουσίες, που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, θα «ξεστριφώσουν» το σύστημα, χωρίς καμία αμφιβολία πέρα και έξω από την κυβερνητική επιλογή και τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Η επιβολή κυρώσεων σε φυσικά πρόσωπα, όπως δικαιούχοι που υπέβαλαν ψευδή στοιχεία, είναι μεν απαραίτητη, αλλά ανεπαρκής εάν δεν συνοδεύεται από αυστηρές κυρώσεις σε εκείνους που διαχειρίστηκαν τον μηχανισμό. Η ατιμωρησία πολιτικών και διοικήσεων είναι διαχρονική αδυναμία της ελληνικής πραγματικότητας. Η διερεύνηση των σκανδάλων επικεντρώνεται εκ των υστέρων στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και πολλές φορές η τελική απόφαση χάνεται σε πολυδαίδαλες διαδικασίες και σε χρονοκαθυστερήσεις θεσμικές και… μνήμης.
Η Ε.Ε., θέλοντας να ομοιογενοποιήσει τα εκλεκτικά συστήματα και τις κυρώσεις, προώθησε μεταξύ των άλλων και την ευρωπαϊκή Οδηγία 1226/2024 που παρέχει ένα νομικό οπλοστάσιο για επιβολή κυρώσεων όχι μόνο σε τελικούς δικαιούχους, αλλά και σε διοικητικά και πολιτικά πρόσωπα που συνέργησαν ή αμέλησαν τις υποχρεώσεις τους. Καθορίζονται ελάχιστα ποινικά αδικήματα, η κλιμάκωση των ποινών τους φτάνει μέχρι και τις ποινικές κυρώσεις, τις δημεύσεις περιουσιών, προσωπικών και οικογενειακών, της φυλάκισης για φυσικά ή και για νομικά πρόσωπα.
Η Ελλάδα όφειλε να ενσωματώσει με τρόπο ουσιαστικό και αποτελεσματικό αυτή την οδηγία στο εσωτερικό της δίκαιο. Είναι ευκαιρία, με πολιτική βούληση, να προχωρήσει η διαφάνεια και η πραγματική εφαρμογή κυρώσεων σε όσους ευθύνονται. Χρειάζονται αναμόρφωση της διοίκησης, θωράκιση της Δικαιοσύνης και επανεκκίνηση της σχέσης πολίτη-κράτους με βάση την εμπιστοσύνη και την αποτελεσματικότητα.
Να τονίσουμε φυσικά ότι η περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι μοναδική στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ωστόσο, αυτό που διακρίνει τα κράτη-μέλη μεταξύ τους είναι ο βαθμός λογοδοσίας και ταχύτητας αντίδρασης όταν εντοπίζονται παρατυπίες ή κακοδιαχείριση.
Στη Γερμανία, οι αγροτικές ενισχύσεις συνδέονται με πολύ αυστηρούς ελέγχους και ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης και διασταυρωμένους ελέγχους μεταξύ φορολογικών και αγροτικών αρχών. Οταν εντοπιστεί παρατυπία, οι κυρώσεις είναι άμεσες και αυτοματοποιημένες, χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις ή καθυστερήσεις.
Η Ολλανδία έχει εφαρμόσει ένα σύστημα μηδενικής ανοχής σε απάτες που σχετίζονται με κοινοτικά κονδύλια. Εκεί, οι πολιτικοί και ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι υπόκεινται σε ανεξάρτητα πειθαρχικά όργανα με δυνατότητα αποπομπής ή δίωξης. Αυτό ενισχύει τη λογοδοσία και αποτρέπει φαινόμενα συγκάλυψης.
Στη Γαλλία, λειτουργεί σώμα «δημοσιονομικής δικαιοσύνης», το οποίο ελέγχει τη συμβατότητα των επιδοτήσεων με το ευρωπαϊκό δίκαιο και αναλαμβάνει δράση κατά δημόσιων λειτουργών όταν προκύπτουν συστηματικά λάθη.
Η Σουηδία λειτουργεί ως παράδειγμα διαφάνειας. Κάθε παραβίαση κανόνα κοινοτικής χρηματοδότησης θεωρείται παραβίαση της εμπιστοσύνης του πολίτη. Οι αποφάσεις καταλογισμού και οι ευθύνες δημοσιοποιούνται, ακόμη και όταν αφορούν πολιτικά ή διοικητικά πρόσωπα.
Η συζήτηση για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, που μετά τον δημόσιο διάλογο μπαίνει σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, δεν είναι τεχνοκρατική – είναι πολιτική και ηθική. Το κόστος της αδράνειας δεν είναι μόνο λογιστικό. Είναι πολιτικό και κοινωνικό. Αν δεν αλλάξει το υπόδειγμα διακυβέρνησης και λογοδοσίας, τέτοια πρόστιμα θα συνεχίσουν να καταστρέφουν την εικόνα της χώρας, θα επιβαρύνουν τους πολίτες που καλούνται να πληρώσουν για την ανικανότητα ή τη διαφθορά άλλων και οι χρηματοδοτήσεις αναπτυξιακών πολιτικών θα είναι βορά στα «βοσκοτόπια αδηφάγων αρπακτικών».
Της Κατερίνας Μπατζελή: Πρώην Υπουργός και Βουλευτής