Με τις καταθέσεις δύο αστυνομικών που έσπευσαν στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, λίγα λεπτά μετά την άγρια δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα συνεχίστηκε σήμερα η δίκη
Ο πρώτος μάρτυρας, αστυνομικός της Άμεσης Δράσης, ήταν μεταξύ των πρώτων που έφτασαν στο σημείο. Όπως ανέφερε, δεν είχαν λάβει την αρχική κλήση, αλλά εντόπισαν το περιστατικό μέσω ασυρμάτου, ακούγοντας «φωνές, ουρλιαχτά, πανικό και το Κέντρο να προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί». «Η εικόνα ήταν θολή, αλλά καταλάβαμε ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό», είπε χαρακτηριστικά.
Όταν έφτασε στο Τμήμα, το θέαμα ήταν σοκαριστικό. «Η πρώτη μας κίνηση ήταν να ελέγξουμε την κοπέλα. Ήταν ήδη νεκρή. Στη συνέχεια είδαμε τον δράστη, σοβαρά τραυματισμένο. Ενημερωθήκαμε πως είχε αυτοτραυματιστεί με μαχαίρι». Ο ίδιος τού παρείχε τις πρώτες βοήθειες χρησιμοποιώντας αιμοστατικές γάζες που έφερε πάνω του, ενώ ζήτησε βοήθεια από παρακείμενη φαρμακοποιό για ενίσχυση. «Πιέσαμε το τραύμα. Είχε χάσει πολύ αίμα αλλά ανταποκρίθηκε», είπε.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα όσα ανέφερε για την κατάσταση εντός του Τμήματος και τις αντιδράσεις των αστυνομικών που βρίσκονταν ήδη εκεί: «Δεν μίλησα με κανέναν από το προσωπικό. Θυμάμαι μόνο τον σκοπό – είχε πάθει σοκ. Ήταν σαν να είχε παραλύσει». Για τους υπόλοιπους αστυνομικούς του Τμήματος είπε ότι τους είδε «σε δεύτερο χρόνο», ενώ ο ίδιος επέλεξε να επικεντρωθεί αποκλειστικά στο θύμα και τον δράστη.
«Θέλει επαγγελματισμό. Όχι εφησυχασμό, ούτε όταν κάθεσαι, ούτε όταν πίνεις καφέ. Η παρουσία ένοπλου αστυνομικού με αλεξίσφαιρο θα μπορούσε να λειτουργήσει από μόνη της αποτρεπτικά» είπε αποφεύγοντας όμως να αποδώσει ευθύνη χωρίς στοιχεία στον σκοπό που βρισκόταν στο φυλάκιο λέγοντας: «Δεν γνωρίζω σε τι κατάσταση ήταν ο σκοπός πριν από την επίθεση. Δεν μπορώ να το ξέρω. Θα μπορούσε ο σκοπός να μπει στη μάχη να διώξει το δράστη και αν επιμένει να χρησιμοποιήσει το όπλο του. Έπρεπε να μπει στη μάχη και όχι να έχει αυτή την απάθεια».
Στην ερώτηση για τη χρήση όπλου από αστυνομικούς, απάντησε: «Ο Έλληνας αστυνομικός δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Αμερικανό – τα πρωτόκολλα είναι ίδια. Όμως πρέπει να σταθμίζεις την περίσταση. Το πιο επικίνδυνο εκείνη την ώρα ήταν ότι περνούσαν δύο κυρίες από μπροστά. Δεν είναι να γίνει μακελειό. Θέλει εκπαίδευση – και αυτή υπάρχει μόνο στην ΕΚΑΜ. Στην υπόλοιπη αστυνομία δεν παρέχεται τέτοια εκπαίδευση. Η σκοπιά, δε, θεωρείται τιμωρία. Και αυτό λέει πολλά».

Δολοφονία Κυριακής Γρίβα: «Φώναζα “την σκοτώνει”. O σκοπός δεν κουνήθηκε»
Αναφερόμενος στους τέσσερις αστυνομικούς του Τμήματος που ελέγχονται για το περιστατικό, δηλώνοντας ξεκάθαρα: «Δεν τους θεωρώ συναδέλφους μου. Για να ανταποκριθείς σε ένα τέτοιο συμβάν πρέπει να είσαι εκπαιδευμένος και να έχεις διάθεση. Τίποτα από τα δύο δεν υπήρχε». Σημείωσε μάλιστα πως «μετά την Κυριακή, το πλάνο αντιμετώπισης ενδοοικογενειακής βίας άλλαξε πλήρως».
Όταν ερωτήθηκε σχετικά με το αν έχει ξαναδεί «σφαγιασμένο πολίτη εντός αστυνομικού τμήματος» απάντησε πως «ήταν χώρος ευθύνης των αστυνομικών. Για μένα, ευθύνη είναι το οπτικό σου πεδίο. Στα 18 χρόνια υπηρεσίας μου έχω δει πολλά. Αυτό όχι. Κι όταν στο μυαλό του αστυνομικού υπάρχει η φράση “βγάζεις όπλο, πας φυλακή”, αυτό λειτουργεί αποτρεπτικά. Δε θέλω να αφήσω αιχμές, αλλά αυτή η σκέψη έχει περάσει στο DNA μας».
Σχόλιο έκανε και για την ευρέως επικριθείσα απάντηση αστυνομικού της Άμεσης Δράσης στην Κυριακή Γρίβα – «τα περιπολικά δεν είναι ταξί κυρία μου». «Ο τηλεφωνητής έδωσε λάθος απάντηση. Ίσως επειδή βρισκόταν σε Τμήμα να ένιωσε ασφάλεια. Αυτό όμως σε εφησυχάζει – και ο εφησυχασμός πληρώνεται».
Ακολούθησε η κατάθεση δεύτερου αστυνομικού που έσπευσε στο σημείο λίγο αργότερα. Όπως περιέγραψε, κάλεσαν το ΕΚΑΒ, απέκλεισαν τον χώρο και προσπαθούσαν να αντιληφθούν τι είχε προηγηθεί. «Βρήκαμε το μηχανάκι του δράστη με τα κλειδιά επάνω του. Δεν βρίσκαμε σφυγμό στην κοπέλα. Μετά, συνόδευσα τον δράστη στο “Γ. Γεννηματάς”, παρέμεινα δίπλα του μέχρι και το “Δαφνί”». Σημείωσε πως ο κατηγορούμενος ήταν αναίσθητος για αρκετές ώρες, αλλά όταν συνήλθε, «η πρώτη του ερώτηση ήταν “πού είναι η Κυριακή;”».
«Είχε πλήρη συνείδηση»
Κατά την ακροαματική διαδικασία, κατέθεσε η χειρουργός των επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου «Γεννηματάς», όπου διακομίστηκε ο κατηγορούμενος έπειτα από την απόπειρα αυτοκτονίας που πραγματοποίησε έξω από το αστυνομικό τμήμα.
Η γιατρός περιέγραψε ότι ο κατηγορούμενος έφερε ανοιχτό τραύμα στον λαιμό, κάτι που θεωρείται επικίνδυνο, ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε από τις εξετάσεις, δεν είχαν τραυματιστεί μεγάλα αγγεία. Δεν υπήρχε ενεργή αιμορραγία και η κατάσταση δεν κρίθηκε σοβαρή, γι’ αυτό και παραπέμφθηκε στον αρμόδιο γιατρό ΩΡΛ.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, αν ο κατηγορούμενος δεν τελούσε υπό κράτηση, πιθανότατα θα παρέμενε στο νοσοκομείο για παρακολούθηση και όχι επειδή χρειαζόταν επείγουσα ιατρική επέμβαση. Τόνισε πως σε καμία περίπτωση δεν ήταν αναίσθητος — κάτι τέτοιο θα απαιτούσε διασωλήνωση — και ξεκαθάρισε ότι ήταν σε θέση να συνομιλεί και να απαντά κανονικά.
«Είχε πλήρη επίγνωση του πού βρισκόταν και τι ώρα ήταν. Η νευρολογική του κατάσταση ήταν άριστη», υπογράμμισε η γιατρός.