Η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής εμφανίζεται συχνά στα τηλεοπτικά παράθυρα για να μιλήσει για την κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης, για τη φροντίδα των ηλικιωμένων και για την ευαισθησία που υποτίθεται πως διακρίνει την εξουσία απέναντι στους πιο αδύναμους. Με λόγο σίγουρο και χαμόγελο μελετημένο, διακηρύσσει ότι είναι «παντού». Μέχρι που ρωτήθηκε για το Γηροκομείο Αθηνών, το ίδρυμα που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια του μετά από σκάνδαλα και καταχρήσεις. Εκεί, η εικόνα κατέρρευσε μέσα σε μια φράση, καθώς η ίδια παραδέχθηκε πως έχει να επισκεφθεί τον χώρο εδώ και τρία χρόνια.
Κι όμως, αυτή η απουσία δεν την εμπόδισε να μιλήσει ως αυθεντία, να αποδώσει ευθύνες στον Δήμο, να κατηγορήσει όσους εργάστηκαν για την εξυγίανση ενός ιστορικού ιδρύματος που είχε εγκαταλειφθεί. Και την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να παρέμβει νομοθετικά, αποσπώντας το Γηροκομείο από την εποπτεία του Δήμου Αθηναίων και υπάγοντάς το στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση, χωρίς διαβούλευση, χωρίς εξήγηση, χωρίς θεσμικό διάλογο.
Δεν πρόκειται για μια απλή γραφειοκρατική μεταβολή. Πρόκειται για μια πράξη πολιτικής αυθαιρεσίας, πίσω από την οποία κρύβεται η πρόθεση να πάψει ο αυστηρός έλεγχος που ασκούσε ο Δήμος στις οικονομικές συναλλαγές και κυρίως στις πωλήσεις της περιουσίας του Γηροκομείου. Ενοχλούσε η απαίτηση για διαφάνεια, οι αποτιμήσεις, οι αιτιολογήσεις και οι εκθέσεις που προστάτευαν την περιουσία των τροφίμων. Ενοχλούσε η εποπτεία, γιατί εμπόδιζε να γίνουν οι δουλειές ήσυχα και χωρίς ερωτήσεις.
Η στάση αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Η ίδια η υπουργός, σε πρόσφατη αντιπαράθεση, επιχείρησε να συγκρίνει το πρόγραμμα στέγασης της Θεσσαλονίκης, όπου το υπουργείο χρηματοδοτεί τη χρήση δημοσίων κτιρίων, με το πρόγραμμα κοινωνικής κάλυψης της Αθήνας, όπου χρηματοδοτείται αποκλειστικά η αξιοποίηση ιδιωτικών ακινήτων. Η σύγκριση είναι άτοπη, σχεδόν προσχηματική, καθώς ο Δήμος της Αθήνας έχει επανειλημμένα ζητήσει να μετατραπεί το πρόγραμμα ώστε να χρηματοδοτούνται και δημοτικά κτίρια, κάτι που το υπουργείο απέρριπτε συστηματικά. Έτσι αντιμετωπίζεται ο μεγαλύτερος δήμος της χώρας και μαζί του, κάθε απόπειρα να υπάρξει σοβαρή κοινωνική πολιτική με ουσιαστικό αποτύπωμα.
Η υπουργός μπορεί να εμφανίζεται ως πρόσωπο της κοινωνικής ευαισθησίας, όμως λειτουργεί ως βιτρίνα μιας κυβέρνησης που επιλέγει συνειδητά να αποδυναμώσει την Αυτοδιοίκηση, να αφαιρέσει αρμοδιότητες από τους Δήμους, να συγκεντρώσει τον έλεγχο και να μετατρέψει κάθε ίδρυμα και κάθε πρόγραμμα σε πεδίο κομματικής διαχείρισης. Το αφήγημα της φροντίδας και της αλληλεγγύης καταρρέει όταν οι πράξεις αποκαλύπτουν μια εξουσία που ενδιαφέρεται περισσότερο για τον έλεγχο των πόρων παρά για την προστασία των ανθρώπων.
Αν λοιπόν το Γηροκομείο Αθηνών επιστρέψει στην εποχή της αδιαφάνειας, αν η περιουσία του χαθεί και οι ηλικιωμένοι ξαναγίνουν θύματα αδιαφορίας και σκοπιμοτήτων, τότε την ευθύνη δεν θα την έχει η απούσα υπουργός αλλά η κυβέρνηση που αποφάσισε να λειτουργεί στο σκοτάδι, πίσω από ωραία λόγια και φωτογραφίες συμπόνιας. Και τότε κανείς δεν θα μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε