Η είσοδος του Γιώργου Ξυλούρη, του «Φραπε», στην εξεταστική επιτροπή για το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν ήταν απλώς μια δικαστική διαδικασία. Ήταν ένα σπίρτο που έπεσε σε βαρέλι πυρίτιδας.
]Οι αγρότες, που βρίσκονται ήδη στους δρόμους με μίγμα αγανάκτησης και απελπισίας, είδαν στην κατάθεσή του όλα όσα υποψιάζονταν: ένα σύστημα που επιδεικνύει περιφρόνηση, που παίζει με τα νομικά προνόμια, που μετατρέπει την αναζήτηση της αλήθειας σε θεατρική παράσταση.
Κάθε «επικαλούμαι το δικαίωμα της σιωπής» δεν ακούστηκε ως νόμιμο δικαίωμα, αλλά ως προσβολή.
Μια περιφρόνηση προς όσους ζητούν διαφάνεια για τα χρήματα που πληρώνουν με τον ιδρώτα τους.
Η αποκάλυψη του αστείου παρατσούκλι «Τζιτζής», σε μια στιγμή τόσο επίσημη και κρίσιμη, μοιάζει για πολλούς με ελιτιστική περιφρόνηση.
Ήταν η απόλυτη απόδειξη μιας λογικής δύο ταχυτήτων: εκείνοι που ζουν τις συνέπειες των σκανδάλων βρίσκονται στο κρύο των μπλόκ, ενώ οι κατηγορούμενοι παίζουν με λέξεις και παρατσούκλια σε ζεστές αίθουσες.
Αυτή η εικόνα εντείνει, όχι εξομαλύνει, την οργή. Δεν είναι μόνο το περιεχόμενο (που παρέμεινε κρυμμένο πίσω από την άρνηση), αλλά το συμβολισμός της σκηνής.
Οι αγρότες βλέπουν έναν κατηγορούμενο να μην συνεργάζεται, ενώ οι ίδιοι κληθήκαν να «κατεβούν από τα τρακτέρ» και να δεχτούν διάλογο υπό όρους. Βλέπουν μια διαδικασία που μοιάζει να προστατεύει τους ισχυρούς, ενώ η αστυνομία καταδιώκει τις διαμαρτυρίες τους.
Η κατάθεση του Ξυλούρη έγινε καύσιμο για το αγροτικό κίνημα. Μετατρέπει την αφηρημένη αγανάκτηση για ένα σκάνδαλο σε συγκεκριμένο, οπτικό προβοκάτσια. Δίνει στους αγρότες ένα νέο, ισχυρό επιχείρημα:
«Βλέπετε; Εδώ μιλάμε για ζήτημα επιβίωσης, και εκεί παίζουν θέατρο. Δεν μας παίρνουν στα σοβαρά».
Έτσι, αντί να απορροφήσει πιέσεις, η κυβέρνηση βρήκε τον εαυτό της με ένα χειροτερευόμενο πρόβλημα.
Ο «Φραπές» δεν ήταν ο καταπραϋντικός καφές που ίσως ήλπιζαν κάποιοι. Ήταν ένα δυνατό εσπρέσο, που άφησε όλους ξαγρυπνημένους – και τους αγρότες πιο οργισμένους από ποτέ.



