Η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε τα στοιχεία για τον κίνδυνο της φτώχειας.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την έρευνα του εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης στα νοικοκυριά, για το έτος 2024 με περίοδο αναφοράς του εισοδήματος για το 2023.
Η έρευνα αυτη αποτελεί τη βασική αναφορά για τα συγκριτικά στατιστικά για την κατανομή στο εισόδημα καθώς και κοινωνικό αποκλεισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα στοιχεία της ερεύνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης για τα νοικοκυριά το 2024 έδειξαν ότι: «Ο Πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 26,9% του πληθυσμού της χώρας και παρουσιάζει αύξηση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σχετικά με το 2023 όπως δείχνει και το παρακάτω γράφημα».
Στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2030» σχετικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, τέθηκε ως στόχος: «Να μειωθούν κατά 15 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια να είναι παιδιά», έως το έτος 2030.
Η αύξηση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στην αύξηση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας, σε 19,6% το 2024 από 18,9% το 2023 και της υλικής και κοινωνικής στέρησης σε 14,0% το 2024 από 13,5% το 2023, όπως δείχνει το παρακάτω γράφημα:
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (27,9%), μειωμένος σε σχέση με το 2023 (28,1%).
Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 8,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2023. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 7,6% και για τις γυναίκες σε 9,7%.
Σε Αττική, Νησιά Αιγαίου και Κρήτη καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ σε Βόρεια Ελλάδα και Κεντρική Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα, όπως φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί:
Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 43,7%, ενώ των νοικοκυριών με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 28,9% και των νοικοκυριών χωρίς εξαρτώμενα παιδιά σε 20,6%.
Ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού που διαβιεί σε ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις ανέρχεται σε 22,0%, σε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις σε 24,6%, ενώ σε ενοικιασμένη κατοικία σε 32,2%.
ΕΛΣΤΑΤ: Πόσο είναι το μέσο ετήσιο εισόδημα
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.510 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 13.671 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
Το κατώφλι της φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 10.850 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 20.103 ευρώ.
Το έτος 2024 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το έτος 2023), το 19,6% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 842.421 σε σύνολο 4.298.067 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.996.833 στο σύνολο των 10.187.923 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 22,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2023 (21,8%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 19,1% (18,6% το 2023) και 18,8% (17,6% το 2023), αντίστοιχα.
Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:
- 7,0%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,
- 11,8%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και,
- 25,9%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.