Σε ένα κλίμα που πολλοί χαρακτηρίζουν ως προεκλογικό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε χθες στην 89η ΔΕΘ μια σειρά από οικονομικά μέτρα.
Ωστόσο, μια προσεκτική ανάλυση αποκαλύπτει ένα παζλ υποσχέσεων που φαίνεται να αγνοεί πλήρως το οικονομικό κόστος και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, προβάλλοντας λύσεις που πολλοί επικριτές αποκαλούν «έγκαιρες» μόνο για τις δημοσκοπήσεις.
Τα Κενά και οι Ανακύκλωση των Ανακοινώσεων
Η βασική άξονας των ανακοινώσεων είναι η φοροελάφρυνση. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών και οι εκπτώσεις για νέους και πολύτεκνους ακούγονται ελκυστικά, αλλά κρύβουν μια σκληρή πραγματικότητα: η χώρα βιώνει μια ασύλληπτη ακρίβεια. Τα μέτρα αυτά μοιάζουν με μια μικρή παύλή σε ένα ασθενή που αιμορραγεί, αφού οι αυξήσεις στις τιμές των βασικών αγαθών και των ενοικίων καταβροχθίζουν οιονεί οποιοδήποτε οικονομικό όφελος. Το ερώτημα που αιωρείται είναι αν ο σχεδιασμός γίνεται για να βοηθήσει τους πολίτες ή να διαμορφώσει μια ευνοϊκή αφήγηση.
Η προγραμματισμένη μείωση και η «πλήρης κατάργηση» της προσωπικής διαφοράς για τους συνταξιούχους το 2026-2027 ακούγεται ιδιαίτερα ύποπτη. Γιατί να γίνει στο μέλλον και όχι τώρα, όταν οι πάγκοι συντάξεις αντιμετωπίζουν άνευ προηγουμένου αγοραστικό σοκ; Πολλοί βλέπουν σε αυτή την «υποσχετική» ρητορική μια κλασική εκλογική τακτική, που αφήνει την εκπλήρωση για μετά τις κάλπες, χωρίς εγγυήσεις.
Ασάφειες και Ερωτηματικά για τη Χρηματοδότηση
Το μεγαλύτερο ερώτημα που αφήνουν απάντητο όλες αυτές οι ανακοινώσεις είναι απλό: *ΠΟΥ θα βρεθούν τα χρήματα;* Η χώra βγήκε πρόσφατα από την αυστηρή παρακολούθηση, αλλά το χρέος παραμένει τεράστιο. Η δημόσια επένδυση και το ΕΣΥ παραπαίουν. Η ανακύκλωση της ιδέας του Κτηματολογίου και του ενεργειακού χάρτη – θέματα που ακούγονται χρόνια – δημιουργεί την εντύπωση μιας κυβέρνησης που δεν έχει νέα πράγματα να προτείνει, παρά μόνο να επαναλαμβάνει ηχηρές φράσεις.
Ακόμα και τα φιλόδοξα σχέδια στέγασης σε πρώην στρατόπεδα φαίνονται, τουλάχιστον στην ανακοίνωση, ανέφικτα. Σε μια εποχή που το κράτος δηλώνει πως δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις βασικές ανάγκες, η δημιουργία 2.000 νέων σπιτιών ακούγεται σαν μια θεωρητική λύση που αγνοεί τη γιγαντιαία γραφειοκρατία και τους χρονικούς ορίζοντες που χαρακτηρίζουν τα δημόσια έργα.
Φαίνεται πως η κυβέρνηση, αφού εξάντλησε το λεξιλόγιο των «ισχυρών αναπτυξιακών παλμών» και των «ρεκόρ», ανακαλύπτει ξαφνικά την κοινωνική ευαισθησία μόνο τώρα που οι δρόμοι οδηγούν κατευθείαν στις κάλπες. Οι υποσχέσεις ρέουν ανάποδα από τον ποταμό του χρόνου: εφαρμογή πάντα αύριο, όφελος πάντα μεθαύριο, και λογαριασμός που πιθανότατα θα τον πληρώσουν οι επόμενες γενιές. Μοιάζει λιγότερο με οικονομικό σχέδιο και περισσότερο με εκλογικό ημερολόγιο με ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα.