Για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια, ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν περνά σήμερα Πέμπτη (25/9) το κατώφλι του Λευκού Οίκου, σε μια επίσκεψη με ιδιαίτερη πολιτική και οικονομική βαρύτητα. Στο επίκεντρο της συνάντησης με τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκονται «χρυσές» συμφωνίες δισεκατομμυρίων και η προσπάθεια αποκατάστασης των τεταμένων σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας – δύο στρατηγικών συμμάχων στο ΝΑΤΟ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Bloomberg, ο Ερντογάν αναμένεται να ρίξει στο τραπέζι προτάσεις για την αγορά αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών της Lockheed Martin, εμπορικών αεροπλάνων της Boeing καθώς και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) αξίας άνω των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι πληροφορίες προέρχονται από τούρκους αξιωματούχους, οι οποίοι διατηρούν την ανωνυμία τους καθώς οι συμφωνίες βρίσκονται ακόμη υπό διαπραγμάτευση.
Η γεωπολιτική και οικονομική σημασία της συνάντησης Ερντογάν – Τραμπ
Η συνάντηση θεωρείται κρίσιμη για την αναθέρμανση των διμερών σχέσεων, που τα τελευταία χρόνια επιβαρύνθηκαν από την αγορά ρωσικών S-400, τις διπλωματικές εντάσεις και τις αμερικανικές κυρώσεις. Ο Ερντογάν προσβλέπει σε μια νέα σελίδα στις σχέσεις με την Ουάσιγκτον, γνωρίζοντας πως η στρατιωτική και διπλωματική στήριξη των ΗΠΑ παραμένει καθοριστική για τον ρόλο της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή.
Οι διεθνείς αγορές «διάβασαν» θετικά την επίσκεψη: τα τουρκικά κρατικά ομόλογα και το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης κινήθηκαν ανοδικά από τη στιγμή της ανακοίνωσης της συνάντησης, ενισχύοντας τις προσδοκίες για οικονομική σταθερότητα και δυτικό προσανατολισμό.
«Ο Ερντογάν θέλει να αξιοποιήσει την προεδρία του Τραμπ για να αναδιαμορφώσει και να βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, με έμφαση στη βελτίωση των αμυντικών δεσμών», δήλωσε ο Emre Peker, διευθυντής της Eurasia Group Europe με έδρα το Λονδίνο. «Οι συμφωνίες στον τομέα της ενέργειας και της άμυνας που επιδιώκει ο Ερντογάν αποτελούν βασικούς πυλώνες μιας αμοιβαία επωφελούς, συναλλακτικής σχέσης που θα προσελκύσει επίσης το ενδιαφέρον του Τραμπ για το κλείσιμο συμφωνιών».
Έξι χρόνια μετά, συμπεριλαμβανομένης μιας πλήρους προεδρίας των Δημοκρατικών κατά τη διάρκεια της οποίας η Τουρκία δεν αποτελούσε προτεραιότητα για την Ουάσιγκτον, τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Τραμπ έχουν να κερδίσουν από την αναβάθμιση των σχέσεων. Η Τουρκία είναι πρόθυμη να καλύψει ορισμένες από τις στρατιωτικές και ενεργειακές της ανάγκες από τις ΗΠΑ, προσφέροντας στον Τραμπ μια εύκολη εμπορική συμφωνία.
Η καλλιέργεια στενών σχέσεων με τον Λευκό Οίκο είναι καθοριστικής σημασίας για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις τουρκικές αγορές, έως ότου ο πληθωρισμός – που σήμερα υπερβαίνει το 30% – τεθεί υπό έλεγχο και η χώρα ανασυγκροτήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να αντιμετωπίσει τις αναταράξεις.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των πιθανών σημερινών συμφωνιών θα μπορούσε να αφορά τον τομέα της αεροπορίας. Η Boeing και η Lockheed Martin ενδέχεται να λάβουν παραγγελίες για έως και 250 εμπορικά αεροσκάφη, καθώς και επιπλέον μαχητικά F-16, σύμφωνα με Τούρκους αξιωματούχους.
Ο Τραμπ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι υπάρχει πιθανότητα να επιλυθεί το μακροχρόνιο αδιέξοδο σχετικά με τα αεροσκάφη F-35. Η Τουρκία ήταν αρχικά εταίρος στην ανάπτυξη του πιο προηγμένου πολεμικού αεροσκάφους της Lockheed, αλλά αποβλήθηκε από το πρόγραμμα μετά την αγορά του ρωσικού συστήματος αεροπορικής άμυνας S-400. Η αγορά αυτή οδήγησε σε κυρώσεις από το Κογκρέσο, γνωστές ως CAATSA, που στοχεύουν την αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας και εξακολουθούν να ισχύουν.
Η Άγκυρα έχει αρνηθεί να εγκαταλείψει τους S-400, όπως απαιτεί η Ουάσιγκτον, αλλά ελπίζει ότι ένας συμβιβασμός σχετικά με την ανάπτυξή τους θα μπορούσε να ανοίξει ξανά την πόρτα για την αγορά 40 F-35, σύμφωνα με Τούρκους αξιωματούχους.
Την Τετάρτη, η Τουρκία ανακοίνωσε μακροπρόθεσμες συμφωνίες με τις Mercuria Energy Group και Woodside Energy Group για την αγορά περίπου 76 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου υπό μορφή LNG, κυρίως από εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ.
Οι μεταφορές φυσικού αερίου και οι συμφωνίες άμυνας θα ενισχύσουν το διμερές εμπόριο, το οποίο και οι δύο χώρες έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν να τριπλασιάσουν σε περίπου 100 δισ. δολάρια ετησίως.
Η Τουρκία βασίζεται επίσης στη βοήθεια των ΗΠΑ για να επιτύχει μια συμφωνία μεταξύ των Κούρδων μαχητών στη Συρία και των δυνάμεων που είναι πιστές στη νέα κυβέρνηση του προέδρου Αχμέντ αλ-Σαράα στη Δαμασκό.
Η Άγκυρα θεωρεί τις κουρδικές ομάδες στη Συρία ως προέκταση του PKK, της ανταρτικής οργάνωσης με την οποία πολεμά για περισσότερα από τέσσερις δεκαετίες. Το PKK έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και πρόσφατα συμφώνησε να παραδώσει τα όπλα του.
Ωστόσο, οι τουρκικές Αρχές φοβούνται ότι ορισμένοι μαχητές του PKK ενδέχεται να διαφύγουν στη Συρία και να συνεχίσουν να αποτελούν απειλή από εκεί, χρησιμοποιώντας όπλα που προμήθευσαν οι η ΗΠΑ και τα οποία προορίζονταν αρχικά για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους.