Μία σοβαρή υπόθεση απόπειρας δωροδοκίας ανώτατου δικαστή στον Άρειο Πάγο ερευνούν οι εισαγγελικές αρχές. Όπως έγινε γνωστό σήμερα, η απόπειρα δωροδοκίας καταγγέλθηκε από Αρεοπαγίτη αφότου παρέλαβε επιστολή από συγκεκριμένο πρόσωπο.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο άνθρωπος που φέρεται να έχει σχέση με την υπόθεση της απόπειρας δωροδοκίας γνωστού Αρεοπαγίτη, είναι ένας άνθρωπος από το πολύ μακρινό παρελθόν. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον Χρήστο Μαυρίκη, «διάσημο» από το «βρώμικο» 1989 και τις παρακολουθήσεις των τηλεφώνων του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου.
Η υπόθεση εξετάζεται από την αρμόδια εισαγγελία και είναι πολύ πιθανό, αν αποδειχθεί ότι διεπράχθη αδίκημα, να απαγγελθούν εναντίον του κατηγορίες που φτάνουν και σε βαθμό κακουργήματος.
Η δικογραφία για την υπόθεση διαβιβάστηκε στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών της Αθήνας κύριο Κορρέα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, περιλαμβάνεται και η επιστολή την οποία φέρεται να έστειλε ο Χρήστος Μαυρίκης.
Κατά τις ίδιες πηγές, στο περιεχόμενο της επιστολής δεν διευκρινίζεται σε ποια υπόθεση αναφέρεται και αν αφορά τον ίδιο τον αποστολέα ή άλλο πρόσωπο.
Για αυτόν τον λόγο, παραγγέλθηκε προκαταρκτική εξέταση, την οποία θα διενεργήσει η Ασφάλεια.
Η υπόθεση Μαυρίκη και η παρακολούθηση των τηλεφώνων του Ανδρέα Παπανδρέου
Το όνομα του Χρήστου Μαυρίκη έγινε γνωστό τον Απρίλιο του 1993. Ήταν ο υπάλληλος του ΟΤΕ που κατήγγειλε στα ΜΜΕ πως είχε παγιδεύσει το σταθερό τηλέφωνο του γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου κατ’ εντολή του στρατηγού, Νίκου Γρυλλάκη, συνεργάτη του τέως πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Έτσι, μπορούσε να ακούσει από το ακουστικό του σπιτιού του κάθε τηλεφωνική συνομιλία του πολιτικού του αντιπάλου.
Εξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο πρωταγωνίστησε σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης, αποκάλυψε ότι είχε τοποθετηθεί ένας μηχανισμός σε ΚΑΦΑΟ αρκετά κοντά στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ που όχι απλά παγίδευε τις τηλεφωνικές ομιλίες του προέδρου του, αλλά έδινε τη δυνατότητα στον πολιτικό αντίπαλό του, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, να τις ακούει από το σπίτι του.
Τα Μέσα της εποχής, τότε, τον χαρακτήρισαν ως «εθνικό κοριό».
«Η παγίδευση γινόταν μέσα από ΚΑΦΑΟ αλλά και μέσα από διαμερίσματα που νοικιάζαμε τότε. “Τραβάγαμε” τη γραμμή παράλληλα στα διαμερίσματα και βάζαμε εκεί τα μαγνητόφωνα. Είχαμε νοικιάσει 4 έως 5 διαμερίσματα και είχαμε τα τηλέφωνα μόνιμα εκεί» είχε δηλώσει αργότερα σε συνέντευξη που παραχώρησε, προσθέτοντας πως μετά την αποδελτίωση, οι κρίσιμες συνομιλίες δίνονταν στο γραφείο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Μετά την καταγγελία του Χρήστου Μαυρίκη για τους χώρους τοποθέτησης των μηχανισμών παρακολούθησης, έγιναν εκτεταμένοι τεχνικοί έλεγχοι από ειδικά κλιμάκια για να αποδειχθούν αν ισχύουν ή όχι οι ισχυρισμοί του. Το πόρισμα των ελέγχων της επιτροπής που επιβεβαίωσαν τις παρεμβάσεις συζητήθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο στις 16 Ιουνίου 1994.
Σύμφωνα με την έρευνα, διαπιστώθηκε πως παρακολουθήθηκαν τα τηλέφωνα, όχι μόνο του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και του Μιλτιάδη Έβερτ, του Γεράσιμου Κουρή, του Γεωργίου Ράλλη, των γραφείων του ΠΑΣΟΚ στη Χαριλάου Τρικούπη και του Αντώνη Λιβάνη.
Η αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα αντιδράσεων και αλληλοκατηγοριών που συνεχίστηκαν για χρόνια. Από τη μία βρισκόταν ο Χρήστος Μαυρίκης που κατηγορούσε την κυβέρνηση Μητσοτάκη πως εκείνη του έδινε εντολές για το ποια τηλέφωνα να παγιδεύσει και από την άλλη ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος έριχνε την ευθύνη εξ ολοκλήρου πάνω του.
Ο υπάλληλος του ΟΤΕ τελικά οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού, καθώς κρίθηκε ένοχος από το Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας για απόπειρα εκβίασης σε βαθμό κακουργήματος, παραβίαση απορρήτου τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και παράνομη βία, με την ποινή φυλάκισης να φτάνει τα πέντε χρόνια.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραπέμφθηκε, αλλά τελικά, ύστερα από απόφαση του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου δεν έφτασε ποτέ σε ειδικό δικαστήριο, επικαλούμενος λόγους πολιτικής ομαλότητας.