Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου θα εκφωνήσει ομιλία ενώπιον της ολομέλειας του αμερικανικού Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον την 24η Ιουλίου, δήλωσε χθες Πέμπτη στο Γαλλικό Πρακτορείο κοινοβουλευτική πηγή. Οι ηγέτες των Ρεπουμπλικάνων στο αμερικανικό Κογκρέσο επιβεβαίωσαν την πληροφορία.
Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον ανέφερε μέσω X πως «έχει την ευχαρίστηση» να ανακοινώσει μαζί με τον ηγέτη της ρεπουμπλικανικής μειοψηφίας στη Γερουσία Μιτς Μακόνελ ότι ο κ. Νετανιάχου θα απευθύνει ομιλία «σε κοινή συνεδρίαση» των δυο σωμάτων του Κογκρέσου προκειμένου να «παρουσιάσει το όραμα της ισραηλινής κυβέρνησης για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αποκατάσταση δίκαιης και διαρκούς ειρήνης στην περιφέρεια» της Μέσης Ανατολής.
Ο κ. Νετανιάχου προσκλήθηκε στα τέλη Μαΐου από τους Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς ηγέτες να απευθύνει ομιλία κατά τη διάρκεια κοινής συνεδρίασης των δυο σωμάτων του αμερικανικού κοινοβουλίου, εν μέσω πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας.
Τη Δευτέρα, αμερικανικά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν πως ο κ. Νετανιάχου θα πήγαινε να εκφωνήσει την ομιλία αυτή τη 13η Ιουνίου. Όμως οι υπηρεσίες του ισραηλινού πρωθυπουργού διέψευσαν τη συγκεκριμένη πληροφορία εντός ωρών, εξηγώντας ότι η ημερομηνία «δεν είχε οριστικοποιηθεί» ακόμη.
Η πρόκληση καταγράφτηκε παρότι επί μήνες φέρεται να εντείνεται η δυσαρέσκεια στην κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν όσον αφορά τον τρόπο που οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις διεξάγουν τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, σε αντίποινα για την άνευ προηγουμένου επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου.
Ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε δημόσια κι επανειλημμένα την εναντίωσή του σε χερσαία επίθεση ευρείας κλίμακας στη Ράφα, όπου είχαν παγιδευτεί πάνω από ένα εκατομμύριο άμαχοι Παλαιστίνιοι, κι απείλησε πως θα προχωρούσε σε αναστολή των παραδόσεων κάποιων αμερικανικών πυρομαχικών στον ισραηλινό στρατό, ιδίως βομβών, αν δεν εισακουόταν. Η στάση του αυτή επικρίθηκε έντονα στην Ουάσιγκτον, ειδικά από τους Ρεπουμπλικάνους, αλλά και κάποιους Δημοκρατικούς, που πρόσαψαν στον κ. Μπάιντεν ότι εγκαταλείπει τον σημαντικότερο σύμμαχο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Η αμερικανική κυβέρνηση παραμένει ωστόσο ο βασικός υποστηρικτής του Ισραήλ παγκοσμίως, από διπλωματική και στρατιωτική σκοπιά. Κι αυτό την ώρα που το Ισραήλ αντιμετωπίζει ολοένα πιο έντονες διεθνείς πιέσεις έπειτα από οκτώ μήνες πολέμου που προκάλεσε ανθρωπιστική καταστροφή στον πολιορκημένο κι ερειπωμένο παλαιστινιακό θύλακο.
Ο Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε έτσι «εξωφρενικό» το γεγονός πως ο εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) ζήτησε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης του ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου και του υπουργού Άμυνας της κυβέρνησής του Γιοάβ Γκάλαντ —όπως και τριών ηγετών της Χαμάς— για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Στην επιστολή με την οποία προσκλήθηκε ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, οι τέσσερις ηγέτες της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας διαβεβαίωσαν πως οι ΗΠΑ στέκουν «στο πλευρό του Ισραήλ στον αγώνα του εναντίον της τρομοκρατίας».
Τον Μάρτιο, ο επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ προκάλεσε σάλο και κατακραυγή στο ισραηλινό πολιτικό σκηνικό δηλώνοντας πως η κυβέρνηση συμμαχίας του κ. Νετανιάχου —η πιο δεξιά από ιδρύσεως κράτους— δεν ανταποκρίνεται πλέον «στις ανάγκες του Ισραήλ μετά την 7η Οκτωβρίου», καλώντας να διεξαχθούν νέες εκλογές.
Σε ανακοίνωσή του που δημοσιοποιήθηκε το Σάββατο, ο επικεφαλής της ισραηλινής κυβέρνησης δήλωσε «πολύ συγκινημένος» που του δίνεται το «προνόμιο» να εκφραστεί ενώπιον των δυο σωμάτων του αμερικανικού Κογκρέσου και τους πει «την αλήθεια» για τον «δίκαιο πόλεμο που διεξάγουμε εναντίον αυτών που προσπαθούν να μας εξολοθρεύσουν».