iAnatropi.gr

Η Ανατροπή στην Ενημέρωση!

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Πέθανε σε ηλικία 85 ετών η ηθοποιός, Νόνικα Γαληνέα

Κοινοποιήστε

Η Νόνικα Γαληνέα έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών. Είναι η τελευταία μιας γενιάς που εκπροσωπούσε ένα θέατρο αστικό, κεντρικό, με συγκεκριμένο ρεπερτόριο και θιασαρχικά ζευγάρια σε μια Αθήνα που είχε ως πρότυπο τα έργα που ανέβαιναν στις αγγλικές και στις γαλλικές σκηνές, ένα θέατρο που ήθελε να μιμηθεί τον κοσμοπολιτισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων.

Η ίδια ήταν αστή, κόρη του Πέτρου Γαληνέα και της Ντορέτ Καραϊωσηφόγλου, και η ενασχόλησή της με το θέατρο ήταν ασυνήθιστη για τα παιδιά της κοινωνικής και οικονομικής της τάξης.

Γεννήθηκε το 1938, έβγαλε το δημοτικό στην Ελλάδα και το γυμνάσιο στη Φλωρεντία. Φοίτησε στο αγγλικό σχολείο Châtelard στην Ελβετία και στην ηλικία των δεκαοκτώ εγγράφηκε στο Densons Secretarial College στο Λονδίνο. Κατόπιν σπούδασε στο Webber Douglas School of Singing and Dramatic Art.

Παντρεύτηκε τον Νίκο Μουτούση, νευρολόγο, στην Ελλάδα και έζησαν για πέντε χρόνια στο Παρίσι, όπου έκαναν τρία παιδιά, τις δίδυμες Αλεξία και Αριέττα και την Αμαλία Μουτούση. Οι δύο από τις τρεις κόρες της έκαναν καριέρα στο θέατρο.

Το 1963, ούσα ήδη μητέρα, έδωσε εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, από το οποίο και αποφοίτησε. Η πρώτη της παράσταση ήταν με τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη.

Συνεργάστηκε με την Κατίνα Παξινού, τον Δημήτρη Χορν, την Άννα Συνοδινού, τον Αλέξη Μινωτή, τον Δημήτρη Μυράτ κ.ά.

«Ο Κάρολος Κουν ήταν το γοητευτικότερο άτομο που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Η γοητευτικότερη γυναίκα –αλλά τη γνώρισα πολύ αργότερα– ήταν η Έλλη Λαμπέτη. Αυτοί οι άνθρωποι, κατά τη γνώμη μου, ήταν πέρα από το φύλο τους – κάτι ανάλογο ήταν το αγόρι στο «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν, τουλάχιστον έτσι όπως μας το έδειξε ο Βισκόντι. Απλώς τους ερωτεύεσαι, γιατί έχουν έρθει σ’ αυτήν τη ζωή με συγκεκριμένο προορισμό: να σημαδέψουν τη δική σου ζωή.

Ο Κουν ήταν λοιπόν αυτό. Μάγευε. Ήταν γλυκός, διακριτικός, διεισδυτικός, τα μάτια του σε τρύπαγαν. Δεν έλεγε πολλά. Ήταν όμως τόσο ουσιαστικά αυτά που έλεγε. Μάλιστα, αισθανόσουνα πως επικοινωνούσε με κώδικες μόνο με τους δικούς του ανθρώπους. Είχε επιλέξει τον κόσμο του και ήταν αφοσιωμένος απόλυτα στη δουλειά του. Πάντρευε την αλήθεια με τη μαγεία, αλλά πάντοτε με πόνο, πάντοτε με χιούμορ, πάντοτε με ποίηση. Έλεγε: “Δεν υπάρχει θεατρικός λόγος χωρίς αντίσταση”, “Μισώ την άνεση” (εννοώντας τον άνετο λόγο). Κάποτε τον άκουσα να λέει: “Μισώ το ελεύθερο θέατρο”. Αργότερα κατάλαβα πολύ καλά τι εννοούσε», γράφει στο βιβλίο της.

Ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Νόνικα Γαληνέα γνωρίστηκαν το 1969 στη σκηνή του θεάτρου Μετροπόλιταν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου παιζόταν το έργο «Μεγάλα Χρόνια» του Γεώργιου Ρούσσου. Την ίδια χρονιά έφτιαξαν δικό τους θίασο.

Η Γαληνέα τότε ήταν σε διάσταση με τον σύζυγό της, ενώ ο Αλεξανδράκης παντρεμένος με την Ελβετίδα Βερένα Γκάουερ. Η σχέση τους κράτησε είκοσι ένα χρόνια. Έζησαν έναν μεγάλο έρωτα, αλλά δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Δούλεψαν μαζί στο θέατρο, ανεβάζοντας πολλές επιτυχημένες παραστάσεις τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Μαζί δημιούργησαν δύο θεατρικές σκηνές, το Θέατρο Ιλίσια και το Στούντιο Ιλίσια.

«Ο άνθρωπός μου – που με τίμησε ως γυναίκα, ως ηθοποιό και ως άνθρωπο ως την τελευταία μέρα της ζωής του», έγραψε έναν χρόνο αφότου πέθανε ο Αλεξανδράκης.

«Πόνεσα τόσο πολύ όταν έφυγε. Νόμιζα πως αυτός ο πόνος δεν θα περάσει ποτέ. Και όμως. Η ζωή μάς βοηθάει να βρίσκουμε διεξόδους. Μαθαίνουμε να ζούμε όχι μόνο με ό,τι μας δίνει η ζωή αλλά και με ό,τι μας παίρνει. Όταν οι άνθρωποί μας φεύγουν, ερχόμαστε πιο κοντά σ’ αυτούς που έχουν μείνει. Τώρα η οικογένειά του και η οικογένειά μου γίναμε μια οικογένεια. Έτσι η επαφή μας συνεχίζεται». 

Από το 1994 και μετά συνεργάστηκε με το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, με το Εθνικό Θέατρο και το Μέγαρο Μουσικής, ενώ το 2003 έγινε η μοναδική Ελληνίδα ηθοποιός που έπαιξε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, ερμηνεύοντας Στρίντμπεργκ και Τενεσί Ουίλιαμς. Μέχρι το 2010 συνεργάστηκε με το ΚΘΒΕ και με το Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας. Επίσης, εμφανίστηκε σε παραστάσεις στη Μεγάλη και στη Μικρή Επίδαυρο.

Έχει συνεργαστεί με αναγνωρισμένους καλλιτέχνες όπως ο Μίνως Βολανάκης, ο Γιάννης Κόκκος, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Ανδρέας Βουτσινάς, ο Stuart Burge, ο Διονύσης Φωτόπουλος, η Θεώνη Aldredge, ο Νίκος Πετρόπουλος κ.ά.

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1968 και μέχρι το 1972 συμμετείχε σε τέσσερις ταινίες, οι τρεις εκ των οποίων της Φίνος Φιλμ. Από κει και πέρα αφοσιώθηκε στο θέατρο, μοιράζοντας τη ζωή της μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου.

Ελάχιστη ήταν η παρουσία της στην τηλεόραση, όπου συμμετείχε σε δυο μικρές σειρές («Παράξενος ταξιδιώτης» και «Δέκατο τρίτο κιβώτιο»).

Έχει μεταφράσει δεκαεπτά θεατρικά έργα, πολλά εκ των οποίων έχουν δημοσιευτεί. Ανάμεσά τους τα: «O άντρας της ζωής μου» των Μπαριγέ – Γκρεντί (1978), «Καινούργια σελίδα» του Nιλ Σάιμον (1980), «H βεντάλια της Λαίδης Γουίντερμιρ» του Όσκαρ Ουάιλντ (983), «Kάθε χρόνο, τέτοια μέρα» του Μπέρναρντ Σλέιντ (1984), «Παράξενο ιντερμέτζο» (1985) και «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» (1987) του Γιουτζίν Ο’Νιλ, «Ευαίσθητη ισορροπία» του Έντουαρντ Άλμπι (1986), «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς (1988), «Η κυρία του Μαξίμ» του Ζορζ Φεντό (1991) κ.ά.

Έχει εκδώσει δύο αυτοβιογραφικά βιβλία, τα «Η ζωή μου» (Λιβάνης, 2005) και «Επέστρεφε» (Ιανός, 2007).

Το 2006 βραβεύτηκε με το έπαθλο Κυβέλη για την προσφορά της στο ελληνικό θέατρο. Για τον ίδιο λόγο διακρίθηκε και με το βραβείο Νίκος Κούρκουλος το 2017.

Έδωσε την τελευταία της παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2009, παίζοντας στην «Εκατομμυριούχο» του Μπέρναρντ Σο.

«Τότε κατάλαβα πως είχα τελειώσει με το θέατρο, ενώ η βαθιά αγάπη μου γι’ αυτό υπήρχε μέσα μου. Αυτό όμως δεν είχε καμία σχέση με την παρουσία μου στη σκηνή. Όπως όλα στη ζωή έχουν μια ημερομηνία λήξης έτσι ξαφνικά, δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να ξαναπαίξω στο θέατρο. Αυλαία, Τέλος. Πήγα στο Θέατρο Τέχνης το 1963, έχοντας κάνει δύο χρόνια Δραματική Σχολή στο Λονδίνο και η μοιραία βραδιά του τέλους αυτής της ευλογημένης για μένα διαδρομής ήταν αυτή η τελευταία παράσταση, τέλος του 2009. Η αγάπη μου όμως για το θέατρο μέσα από τα δικά μου μάτια, όπως και ο θαυμασμός μου για τα “ιερά τέρατα” που παρακολουθώ τις ερμηνείες τους είναι η ευτυχία μου. Λυτρώνομαι και υποκλίνομαι σε μια λέξη χωρίς συγκεκριμένη έννοια: ταλέντο», έγραψε.

Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί εντελώς από τα φώτα της δημοσιότητας και περνούσε τον χρόνο της με τα παιδιά και τα εγγόνια της.