Ο πολιτικός στρατηγός που συνέβαλε τα μέγιστα στην επαναφορά του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, έχει μεταφέρει τώρα την τεχνογνωσία του στα Βαλκάνια.
Ο Κρις ΛαΣιβίτα συνεργάζεται με τον πρώην πρόεδρο της Αλβανίας, Σαλί Μπερίσα, στο πλαίσιο της προσπάθειας της αντιπολίτευσης να επιστρέψει στην εξουσία ύστερα από 12 χρόνια διακυβέρνησης Ράμα.
Η επιλογή του ΛαΣιβίτα να στηρίξει τον Μπερίσα ενισχύει έναν πολιτικό πόλο που ευθυγραμμίζεται ανοικτά με τη ρητορική του Τραμπ, σε μια χώρα στρατηγικής σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, γιατί ακριβώς θεωρείται ευάλωτη σε ρωσική και κινεζική επιρροή. Όπως ανέφερε στο Politico ο εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Κόμματος, Άλφρεντ Λέλα, «τα δύο πρόσωπα που συμβούλευσε τα τελευταία δύο χρόνια ο ΛαΣιβίτα είναι ο Τραμπ και ο Μπερίσα». Κατά τον ίδιο, και οι δύο άνδρες έχουν «εκπληκτικά παρόμοια προφίλ», καθώς «διώχθηκαν από τα κατεστημένα, χαρακτηρίστηκαν επικίνδυνοι από τις ελίτ και παρουσιάστηκαν ως ξένοι που έπρεπε να εξαλειφθούν πολιτικά με κάθε τρόπο».
Σε δημόσια εκδήλωση, ο ίδιος ο ΛαΣιβίτα είχε δηλώσει: «Με μια ακμάζουσα δημοκρατία και αληθινή φιλία με την Αμερική, μπορούμε να κάνουμε την Αλβανία μεγάλη ξανά», υιοθετώντας ξεκάθαρα την πολιτική γλώσσα του «Make America Great Again».
Ο Μπερίσα, που είχε διατελέσει πρόεδρος και δύο φορές πρωθυπουργός, αποσύρθηκε από την ηγεσία του κόμματος το 2013. Όμως, το 2021, η κυβέρνηση Μπάιντεν τον κήρυξε persona non grata λόγω «σοβαρής διαφθοράς», στοχοποιώντας τον ίδιο, την κόρη του και τον γαμπρό του. Κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση δημόσιων πόρων και πολιτικό νεποτισμό εις βάρος της εμπιστοσύνης του αλβανικού λαού στους θεσμούς. Ο Άντονι Μπλίνκεν, ως Υπουργός Εξωτερικών, δεν δημοσιοποίησε αποδείξεις παρά τις επίμονες απαιτήσεις τόσο του Μπερίσα όσο και Αμερικανών βουλευτών.
Η απόφαση αυτή βύθισε τη Δεξιά στην κρίση. Ο Μπερίσα αποβλήθηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα, αντιμετώπισε δικαστική έρευνα, κατηγορήθηκε για διαφθορά και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων, απηύθυνε λόγους στους υποστηρικτές του από το παράθυρο του διαμερίσματός του στον όγδοο όροφο, με τη βοήθεια μικροφώνου και μεγαφώνων. Το φθινόπωρο του 2024, το δικαστήριο του αναγνώρισε και πάλι την ηγεσία του κόμματος.
Παρά τη δημοσκοπική υστέρηση – οι Σοσιαλιστές φέρονται να συγκεντρώνουν 48%, με προβάδισμα τουλάχιστον 10 μονάδων – η ψήφος της διασποράς και η χαμηλή αξιοπιστία των μετρήσεων αφήνουν ανοιχτό παράθυρο ανατροπής. Εάν ο Μπερίσα τα καταφέρει, θα πρόκειται για μια εντυπωσιακή πολιτική επαναφορά ενός προσώπου που πολλοί θεωρούσαν οριστικά τελειωμένο.
Απέναντί του, ο Έντι Ράμα, ο οποίος κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό από το 2013, επιδιώκει να ανανεώσει τη θητεία του προβάλλοντας την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας ως προτεραιότητα. Από δήμαρχος των Τιράνων, εξελίχθηκε σε σοσιαλιστή ηγέτη, με ρητορική που συνδυάζει τον λαϊκισμό με τον φιλοευρωπαϊσμό. Έχει επενδύσει σε φιλοδυτικές συμμαχίες, προσλαμβάνοντας από το 2012 Βρετανούς συμβούλους όπως ο Αλαστέρ Κάμπελ και, αργότερα, τον Τόνι Μπλερ. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει επαφή με το τραμπικό στρατόπεδο, ο Ράμα έχει δηλώσει ότι ο Τραμπ είναι «καλός για όλους» και ότι «ο Θεός τον έσωσε» από την απόπειρα δολοφονίας το 2024 «όχι μόνο για να ξανακάνει μεγάλη την Αμερική, αλλά και για να ξυπνήσει η Ευρώπη».
Επιπλέον, ο Ράμα παραχώρησε στον Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρό του Τραμπ, δύο από τα μεγαλύτερα επενδυτικά έργα στην ιστορία της χώρας: έναντι 99ετούς μίσθωσης το νησί Σαζάν, πρώην στρατιωτική βάση, και έκταση στις εκβολές του ποταμού Βιόσα, για τουριστική αξιοποίηση.
Σε αυτό το κλίμα διχασμού, η πολιτική σύγκρουση αποκτά ευρύτερη γεωπολιτική διάσταση. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ διατηρούνται υψηλά στην ατζέντα – η Αλβανία είναι μια από τις πιο φιλοαμερικανικές χώρες της Ευρώπης – αλλά ο τρόπος που ο καθένας από τους δύο βασικούς διεκδικητές επιχειρεί να προσεγγίσει την Ουάσινγκτον, διαφέρει ριζικά.
Το μεγαλύτερο διακύβευμα, ωστόσο, είναι η ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χώρα θεωρείται – μαζί με το Μαυροβούνιο – η πιο ώριμη υποψήφια για ένταξη. Ο Ράμα έχει δεσμευθεί για ένταξη έως το 2030, όμως οι σφοδρές αντιπαραθέσεις με την αντιπολίτευση, και ο χαρακτήρας του πολιτικού ανταγωνισμού, θέτουν σε κίνδυνο τις μεταρρυθμίσεις.
Όπως σημειώνει η αναλύτρια του Atlantic Council, Βαλμπόνα Ζενέλι, «η συγκρουσιακή προσέγγιση των δύο βασικών παρατάξεων είναι αυτή που κρατά τη χώρα πίσω. Χρειαζόμαστε νέο κύμα ηγεσίας και πολιτικής κουλτούρας, μακριά από προσωπολατρικές επιλογές και κοντά σε θεσμικά προγράμματα μεταρρύθμισης».