Η οικονομική δυσπραγία των νοικοκυριών είναι πάντα ο πυρήνας της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η διαφθορά μπορεί να τη φουντώνει, αλλά η σημασία που της δίνει ο πολίτης εξαρτάται απευθείας από την τσέπη του. Όταν τα χρήματα είναι λιγά, ακόμα και η πιο αφηρημένη ηθική πτώση γίνεται πολύ πικρή και πολύ προσωπική υπόθεση. Αυτή ακριβώς η εκρηκτική σύνθεση – η οικονομική πίεση σε συνδυασμό με την αίσθηση της συστημικής αδικίας – είναι που εξηγεί τη σημερινή έκρηξη στους αγροτικούς δρόμους. Δεν πρόκειται απλώς για καθυστερημένες πληρωμές. Πρόκειται για τη συσσώρευση της οργής ενός κοινωνικού κλάδου που νιώθει ότι πληρώνει τόσο για την αναποτελεσματικότητα, όσο και για τη διαφθορά του συστήματος.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι ένα απλό παρατσούκλι στη διαμαρτυρία. Είναι ο πολλαπλασιαστής του θυμού. Η γενική αίσθηση ότι τα χρήματα που λείπουν από τις τσέπες τους έχουν «ταΐσει» γαλάζιους «φραπέδες» και «χασάπηδες» μετατρέπει την οικονομική αγωνία σε πολιτικό οργή. Χωρίς αυτό το σκάνδαλο, οι καθυστερήσεις θα αντιμετωπίζονταν ως ένα διοικητικό πρόβλημα. Με αυτό, μετατρέπονται σε απόδειξη μιας βαθύτερης ηθικής πτώσης. Τα μπλόκα δεν είναι τόσο μεγάλα και συγκρουσιακά λόγω του ποσού που λείπει, όσο λόγω της βεβαιότητας ότι αυτό το ποσό έφτασε σε λάθος χέρια.
Σε αυτό το πλαίσιο, η γαλάζια διαφοροποίηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Όταν βουλευτές της ΝΔ σπεύδουν να αποστασιοποιηθούν δημοσίως από τη γραμμή του Μαξίμου, σηματοδοτώντας ότι «ακούν» τους αγρότες, τότε ξέρουμε ότι κάτι έχει ραγίσει βαθιά. Αυτό δεν είναι απλή εσωκομματική διαφωνία. Είναι ένδειξη ότι οι πολιτικοί βλέπουν τη συγγένειά τους με τους ψηφοφόρους να διαλύεται μπροστά στα μάτια τους. Φοβούνται όχι την κόλαση του αρχηγού, αλλά την εκδίκηση των κάλπων. Αυτή η ρήξη είναι ίσως η μεγαλύτερη πολιτική ζημιά για την κυβέρνηση, γιατί δείχνει ότι ακόμα και οι δικοί της αντιλαμβάνονται ότι το κόστος της διαφθοράς δεν είναι απλώς ηθικό, αλλά εκλογικά καταστροφικό.
Οι επιπτώσεις, ωστόσο, ξεπερνούν κατά πολύ τον αγροτικό κόσμο. Τα μπλόκα έχουν γίνει ένας καθρέφτης που ανακλά τέσσερις ευρύτερες αδυναμίες:
1. Εικόνα χάους: Εδραιώνουν την αίσθηση μιας χώρας σε γενικευμένη αναταραχή.
2. Διερεύνηση διαφθοράς: Κρατούν ζωντανό το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, απορρίπτοντας κάθε προσπάθεια «ταφής» του.
3. Οικονομική πραγματικότητα: Αναδεικνύουν τα ευρύτερα ζητήματα του κόστους ζωής και της οικονομικής αδικίας.
4. Κυβερνητικό αφήγημα: Αναιρούν την αυτοεικόνα της κυβέρνησης για αποτελεσματική και «χρηστή» διακυβέρνηση.
Μπροστά σε αυτή τη σύνθετη πολιτική καταστροφή, η αντίδραση του Μαξίμου είναι χαρακτηριστική: Καταστολή ως «Damage Control». Η στρατευμένη παρουσία των ΜΑΤ και οι εισαγγελικές διώξεις δεν αποσκοπούν μόνο στο να διαλύσουν τα μπλόκα. Στόχος τους είναι διττός: να τρομοκρατήσουν τους διαδηλωτές, αλλά και να συσπειρώσουν το συντηρητικό αστικό ακροατήριο γύρω από το αφήγημα του «νόμου και της τάξης». Είναι μια στρατηγική που παίζει με τις ταυτότητες: αστός εναντίον αγρότη, τάξη εναντίον αναταραχής.
Όμως, αυτή η στρατηγική έχει ένα εγγενές ελάττωμα: Υπονομεύεται από μόνη της. Δεν μπορείς να επικαλείσαι τον νόμο, όταν δίπλα ακριβώς η δίκη για τις υποκλοπές και η εξεταστική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ ζωγραφίζουν την εικόνα μιας εξουσίας που επιλέγει πότε και πώς τον εφαρμόζει. Η καταστολή στις λεωφόρους μπορεί να ηρεμήσει προσωρινά τον δρόμο, αλλά δεν μπορεί να καλύψει την πολιτική κενότητα, ούτε να γιατρέψει το βαθύτερο δήγμα της απώλειας νομιμοποίησης. Το μείγμα, όπως είπαμε, παραμένει εκρηκτικό.



