Σαν σήμερα, στις 27 Ιουνίου 2015, ο Αλέξης Τσίπρας ανέβαινε στο βήμα για να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό με μία ιστορική – και όπως αποδείχθηκε, καθοριστική – ανακοίνωση: την προκήρυξη δημοψηφίσματος για την Κυριακή 5 Ιουλίου.
Η απόφαση, όπως ανέφερε τότε ο ίδιος, στόχο είχε να δοθεί φωνή στους πολίτες απέναντι στο τελεσίγραφο των θεσμών και να αποφασίσουν δημοκρατικά εάν αποδέχονται το σχέδιο συμφωνίας των δανειστών.
Το ερώτημα ήταν τεχνικό, δυσνόητο για πολλούς, αλλά πολιτικά ξεκάθαρο: Ναι ή Όχι στη λιτότητα, στους όρους του Μνημονίου, στο καθεστώς επιτροπείας. Ο πρωθυπουργός δεσμευόταν ρητά ότι «θα σεβαστεί την απόφαση του λαού, όποια κι αν είναι». Οι μέρες που ακολούθησαν βύθισαν τη χώρα σε αβεβαιότητα. Τράπεζες έκλεισαν, επιβλήθηκαν capital controls, οι ουρές στα ΑΤΜ έγιναν καθημερινή εικόνα και ο διχασμός διαπέρασε την κοινωνία.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν σαρωτικό. Το «Όχι» επικράτησε με 61,3%, απορρίπτοντας πανηγυρικά το σχέδιο των θεσμών και, όπως πίστεψαν εκατομμύρια πολίτες, ανοίγοντας τον δρόμο για μια εναλλακτική πορεία έξω από τα μνημονιακά δεσμά.
Κι όμως, μόλις μία εβδομάδα αργότερα, στις 13 Ιουλίου 2015, η ίδια κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία για ένα νέο – τρίτο – μνημόνιο, με ακόμη πιο επώδυνους όρους από εκείνους που είχαν μόλις απορριφθεί. Ο Τσίπρας αιτιολόγησε την απόφαση ως «αναγκαστική υποχώρηση» για την αποφυγή μιας άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από την Ευρωζώνη. Όμως η ουσία παρέμεινε: η ετυμηγορία του λαού παρακάμφθηκε.
Η στροφή αυτή καταγράφηκε ως μία από τις πιο δραματικές πολιτικές αναδιπλώσεις της Μεταπολίτευσης. Το «Όχι» έγινε «Ναι» ερήμην των πολιτών, ενισχύοντας τον κυνισμό και τη δυσπιστία απέναντι στη δημοκρατική διαδικασία.
Δέκα χρόνια μετά, η 27η Ιουνίου θυμίζει όχι μόνο την πιο τολμηρή, αλλά και την πιο σύνθετη πολιτική κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ένα δημοψήφισμα που φούντωσε τις ελπίδες, προκάλεσε αναταραχή, ανέδειξε τη σύγκρουση του λαϊκού αισθήματος με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς – και κατέληξε, τελικά, να ακυρωθεί από εκείνους που το πρότειναν.
Η ημέρα εκείνη λειτουργεί πια ως υπενθύμιση: ότι οι κάλπες δεν αρκούν από μόνες τους για να εγγυηθούν τον σεβασμό στη δημοκρατία. Χρειάζεται και πολιτικό θάρρος – όχι μόνο για να ρωτάς τον λαό, αλλά και για να αντέχεις την απάντησή του