Η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσίευσε τα αποτελέσματα της έρευνας για τις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας του 2023, τα οποία σκιαγραφούν μια ανησυχητική εικόνα για τον τομέα. Τα στοιχεία δείχνουν σαφή μείωση στον αριθμό των εργαζομένων, περιορισμό των ωφελούμενων κλειστής φροντίδας και έντονες γεωγραφικές ανισότητες, δημιουργώντας σοβαρά ερωτήματα για την επάρκεια και την ισοτιμία πρόσβασης στις κοινωνικές υπηρεσίες.
Πιο συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας των Περιφερειών μειώθηκαν κατά 7,4% σε σχέση με το 2021, ενώ στις μονάδες άλλων ΝΠΔΔ η πτώση ήταν ακόμα μεγαλύτερη, φτάνοντας το 13,7%.
Η εικόνα είναι ακόμη πιο δυσμενής στις Μονάδες Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Ατόμων με Αναπηρία, όπου η απασχόληση κατρακύλησε κατά 24,3% στα ΚΚΠΠ και κατά 43,4% στα υπόλοιπα ΝΠΔΔ.
Οι αριθμοί αυτοί αποτυπώνουν μια έντονη αποδυνάμωση του προσωπικού σε δομές που εξυπηρετούν άτομα με σύνθετες ανάγκες, γεγονός που ενδέχεται να επηρεάσει δραματικά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η υποχώρηση δεν περιορίζεται μόνο στο προσωπικό, αλλά επεκτείνεται και στους ίδιους τους ωφελούμενους. Στις μονάδες κλειστής φροντίδας, όπου φιλοξενούνται άνθρωποι που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, παρατηρείται μείωση 6,9% στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας και 1,9% στα λοιπά ΝΠΔΔ. Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να υποδηλώνει είτε περιορισμένη δυνατότητα φιλοξενίας λόγω έλλειψης προσωπικού είτε αδυναμία του συστήματος να καλύψει πραγματικές ανάγκες. Αν και οι ωφελούμενοι στις υπηρεσίες ανοικτής φροντίδας αυξήθηκαν σημαντικά, αυτό δεν αναιρεί την πίεση που δέχονται οι κλειστές δομές, όπου παραμένει κρίσιμη η φροντίδα για τις πιο ευάλωτες ομάδες.
Η κατανομή ανά ηλικία φέρνει στο προσκήνιο ακόμη ένα προβληματικό σημείο: η συμμετοχή ατόμων άνω των 80 ετών στις υπηρεσίες κλειστής φροντίδας είναι ιδιαίτερα υψηλή, επιβεβαιώνοντας την αυξανόμενη ανάγκη υποστήριξης των υπερηλίκων. Ωστόσο, η μείωση των διαθέσιμων δομών και του προσωπικού εγείρει αμφιβολίες για το κατά πόσο το σύστημα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας κοινωνίας που γερνά.
Ανησυχητική είναι επίσης η εικόνα της διάρκειας παραμονής στις μονάδες. Περισσότεροι από τους μισούς ωφελούμενους λαμβάνουν φροντίδα μόνο έως πέντε χρόνια, ενώ μόλις το 16,5% παραμένει για διάστημα άνω των 18 ετών. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει περιορισμένες δυνατότητες μακροχρόνιας φιλοξενίας, γεγονός που δυσκολεύει ιδιαίτερα άτομα με χρόνιες παθήσεις ή σοβαρές αναπηρίες, οι οποίοι χρειάζονται συνεχή και σταθερή υποστήριξη.
Η γεωγραφική διάσταση του ζητήματος αποκαλύπτει έντονες ανισότητες. Η Αττική συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό ωφελούμενων και εργαζομένων, ακολουθούμενη από την Κεντρική Μακεδονία και την Κρήτη, ενώ η Πελοπόννησος δεν διαθέτει καμία μονάδα κοινωνικής φροντίδας και η Δυτική Μακεδονία μόλις μία. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μένουν ουσιαστικά ακάλυπτα, αναγκασμένα να στραφούν σε ιδιωτικές λύσεις ή να μετακινηθούν σε άλλες περιφέρειες για να εξυπηρετηθούν.