Οι αρμόδιες αρχές, συγκεκριμένα η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, έχουν θέσει υπό έλεγχο 930 φυσικά πρόσωπα για ύποπτες οικονομικές κινήσεις, με βάση τα στοιχεία του πρώτου πενταμήνου του 2025.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έχουν εντοπιστεί 267 υποθέσεις φοροδιαφυγής άνω των 50.000 ευρώ, οι οποίες έχουν διαβιβαστεί στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης για περαιτέρω διερεύνηση. Παράλληλα, 575 φορολογούμενοι με εκκρεμή χρέη άνω των 50.000 ευρώ έχουν παραπεμφθεί για ενισχυμένο έλεγχο, ενώ οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ έχουν υποβάλει 469 μηνυτήριες αναφορές σχετικά με πιθανά φορολογικά αδικήματα.
Στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των αρχών, η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης έχει απευθύνει δεκάδες αιτήματα προς την ΑΑΔΕ για παροχή πληροφοριών σχετικά με πρόσωπα που εμπλέκονται σε ύποπτες συναλλαγές. Έχουν ήδη εντοπιστεί 90 πρόσωπα σε 15 υποθέσεις, για τα οποία ζητήθηκε άμεσος φορολογικός έλεγχος. Έχουν εκδοθεί 63 εντολές ελέγχου, ενώ σε 27 περιπτώσεις έχουν επιβληθεί φόροι και πρόστιμα συνολικού ύψους 12,1 εκατομμυρίων ευρώ.
Το Κέντρο Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕ.ΜΕ.Φ.), το οποίο λειτουργεί από τον Φεβρουάριο του 2025, έχει καταγράψει έντονη τραπεζική δραστηριότητα. Μέχρι τα τέλη Μαΐου, έχουν ελεγχθεί 326 υποθέσεις, με καταλογισμό φόρων και προστίμων ύψους 26,42 εκατομμυρίων ευρώ. Από αυτά, 20,3 εκατομμύρια ευρώ αφορούν αδήλωτα εισοδήματα, ενώ έχουν ήδη εισπραχθεί 2,75 εκατομμύρια ευρώ.
Στο πλαίσιο της εντατικοποιημένης δράσης κατά της νομιμοποίησης εσόδων και της φοροδιαφυγής, οι αρμόδιες αρχές αξιοποιούν το νέο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο διευρύνει τις περιπτώσεις ενεργοποίησης ελέγχων. Σε υποθέσεις που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες τους, η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης μπορεί να ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες με τις εισαγγελικές και άλλες αρχές, ώστε να διευκολυνθεί η έρευνα και η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.
Σημαντικό είναι ότι, κατά τη διάρκεια των ελέγχων, καταργείται κάθε είδους απόρρητο, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού, φορολογικού, τηλεπικοινωνιακού και χρηματιστηριακού. Ωστόσο, εξαιρούνται από αυτό το καθεστώς υποθέσεις που αφορούν πλαστά ή εικονικά τιμολόγια και διασυνοριακή απάτη στον ΦΠΑ, οι οποίες εμπίπτουν στις αρμοδιότητες άλλων εποπτικών δομών, με συμμετοχή και οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι ενέργειες των αρχών εστιάζουν στην ενίσχυση της διαφάνειας και στην αποτροπή της φορολογικής απάτης, με στόχο την προστασία του δημόσιου ταμείου. Ο συντονισμός με διεθνείς φορείς αποτελεί βασικό πυλώνα της στρατηγικής τους για την καταπολέμηση του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος. Τα δεδομένα που έχουν δημοσιευτεί αφορούν προκαταρκτική ανάλυση και ενδέχεται να τροποποιηθούν με βάση τις εξελίξεις των ερευνών.