Οι ΗΠΑ ζητούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποσύρει την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων ΠΟΠ, στοχοποιώντας ευθέως εμβληματικά ευρωπαϊκά προϊόντα όπως είναι για παράδειγμα η ελληνική φέτα.
Το ζήτημα επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, καθώς πλησιάζει η εκπνοή της τρίμηνης παράτασης στις διαπραγματεύσεις που είχε συμφωνηθεί πρόσφατα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει γνωστοποιήσει ότι «παγώνει» τους δασμούς για 90 ημέρες, διατηρώντας τους στο 10% για τους περισσότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, με μοναδική εξαίρεση την Κίνα, για την οποία οι δασμοί αυξήθηκαν αρχικά στο 125% και στη συνέχεια στο 145%.
Πέρα από την ατζέντα που περιλαμβάνει ενεργειακά προϊόντα όπως το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και εξοπλιστικά συστήματα, η Ουάσινγκτον επιχειρεί να διευρύνει τις εξαγωγές της σε γεωργικά προϊόντα προς την ευρωπαϊκή αγορά.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν αξιωματούχοι, ένα βασικό εμπόδιο εντοπίζεται στις γεωγραφικές ενδείξεις (Geographical Indications – GI), και ιδιαίτερα στο καθεστώς της Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), που αφορά παραδοσιακά και αυθεντικά ευρωπαϊκά προϊόντα. Αυτό αγγίζει άμεσα την Ελλάδα και τους εγχώριους παραγωγούς γαλακτοκομικών, καθώς η φέτα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Στην τελευταία έκθεση «2025 Special 301 Report» του Γραφείου Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR), γίνεται ειδική μνεία τόσο στην ελληνική φέτα όσο και στην ιταλική παρμεζάνα, υποδεικνύοντας τα συγκεκριμένα προϊόντα ως παραδείγματα γεωγραφικών ενδείξεων που, κατά την αμερικανική πλευρά, περιορίζουν την πρόσβαση των ΗΠΑ όχι μόνο στις αγορές της Ευρώπης αλλά και διεθνώς.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι γεωγραφικές ενδείξεις αποτελούν «σημαντική πρόκληση» για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η έκθεση επισημαίνει πως μέσω διμερών και πολυμερών επαφών, οι ΗΠΑ επιδιώκουν την απελευθέρωση της πρόσβασης στις αγορές, εκφράζοντας έντονη ανησυχία για την πολιτική της ΕΕ στις γεωγραφικές ενδείξεις. Υποστηρίζουν ότι το συγκεκριμένο πλαίσιο περιορίζει την προστασία των εμπορικών σημάτων που διαθέτουν αμερικανικές επιχειρήσεις και παρεμποδίζει την είσοδο προϊόντων που βασίζονται σε κοινές εμπορικές ονομασίες, όπως «παρμεζάνα» και «φέτα».