Πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα στη Δυτική και Νότια Αφρική θα μπορούσαν να καταναλώνουν 200 γραμμάρια ψαριού την εβδομάδα έκαστος, εάν τα άγρια ψάρια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ιχθυελαίων για τα επιδοτούμενα από την Ε.Ε. ελληνικά ιχθυοτροφεία λαβρακιού και τσιπούρας δεν κατέληγαν ως ζωοτροφή.
Eίναι τουλάχιστον εντυπωσιακό –αν όχι σοκαριστικό– ότι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο άνθρωποι στη Δυτική και Νότια Αφρική θα μπορούσαν να καταναλώνουν 200 γραμμάρια ψαριού την εβδομάδα έκαστος, εάν τα άγρια ψάρια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ιχθυελαίων για τα επιδοτούμενα από την Ε.Ε. ελληνικά ιχθυοτροφεία λαβρακιού και τσιπούρας δεν κατέληγαν ως ζωοτροφή.
Αυτή είναι μια από τις διαπιστώσεις της έκθεσης «Πώς η εκτροφή λαβρακιού και τσιπούρας στη Μεσόγειο οδηγεί σε περιβαλλοντική καταστροφή και επισιτιστική αδικία» που υπογράφουν οι οργανώσεις Foodrise, ΑΚΤΑΙΑ και Associació Cultural Ecológista de Calp και η οποία παρουσιάστηκε στο πρόσφατο Διεθνές Συνέδριο για τους Ωκεανούς του ΟΗΕ στη Νίκαια.
Αύξηση 141%
Το 1980, μόλις το 2% της εγχώριας παραγωγής ψαριών στην Ελλάδα προερχόταν από την ιχθυοκαλλιέργεια. Σχεδόν πέντε δεκαετίες μετά, η εικόνα είναι ριζικά διαφορετική: η ιχθυοκαλλιέργεια αντιστοιχεί στο 68% της εγχώριας παραγωγής ψαριών, ενώ η αλιεία στο 32%. Αυτό σημαίνει ότι η ιχθυοκαλλιέργεια (και σε πολύ μικρότερο βαθμό η εκτροφή άλλων ειδών όπως τα οστρακοειδή) καλύπτει πλέον πάνω από τα 2/3 της παραγωγής ψαριών στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα είναι πλέον ο μεγαλύτερος παραγωγός τσιπούρας και λαβρακιού στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και η δεύτερη σε όλο τον κόσμο μετά την Τουρκία. Το 82% της ελληνικής παραγωγής εξάγεται – κυρίως στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία. Η εκτροφή λαβρακιού και τσιπούρας έχει καταλάβει μεγάλες εκτάσεις της λεκάνης της Μεσογείου τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως χάρη στη χρήση τεράστιων ποσοτήτων άγριων ψαριών, που αλιεύονται σε Αφρική, Λατινική Αμερική και Ασία και μετατρέπονται σε ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια για την εκτροφή των ψαριών.
Η Ελλάδα, ο κορυφαίος παραγωγός εκτρεφόμενου λαβρακιού και τσιπούρας στην Ε.Ε., έχει σημειώσει αύξηση 141% στην παραγωγή αυτών των ειδών από τις αρχές του αιώνα. Η Δυτική Αφρική αποτελεί μία από τις πηγές αυτών των πόρων για την Ελλάδα και τις μεσογειακές χώρες. Το 2022 η Ελλάδα εισήγαγε 97.000 τόνους ιχθυάλευρα και 41.200 τόνους ιχθυελαίων.
Κατά τη δεκαετία μεταξύ 2013 και 2022, η συνολική παραγωγή υδατοκαλλιέργειας στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 13% σε όγκο και 42% σε αξία (αύξηση 1,27 δισ. ευρώ), λόγω ειδών υψηλής αξίας όπως το λαβράκι και η τσιπούρα. Στη Μεσόγειο Θάλασσα, οι συνολικές εκφορτώσεις άγριων αλιευμάτων ποικίλλουν με την πάροδο των ετών από τη δεκαετία του 1970 και πιο πρόσφατα μειώθηκαν, φτάνοντας πάνω από ένα εκατ. τόνους το 1994, αλλά μειώθηκαν σε περίπου 660.000 τόνους το 2021.
Αντίθετα, η παραγωγή υδατοκαλλιέργειας στην περιοχή έχει σχεδόν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Το 2021, η περιοχή της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας φιλοξενούσε πάνω από 35.000 ιχθυοκαλλιέργειες και ο κλάδος αποτελούσε σχεδόν το ένα πέμπτο της συνολικής παραγωγής θαλασσινών στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας).
Αρνητικός αντίκτυπος
Εντός της Ε.Ε., η παραγωγή υδατοκαλλιέργειας εκτιμήθηκε σε 1,1 εκατ. τόνους το 2022, αξίας 4,87 δισ. ευρώ, με τέσσερις χώρες να αντιπροσωπεύουν συνολικά περίπου τα δύο τρίτα της παραγωγής (Ισπανία 25%, Γαλλία 17%, Ελλάδα 13% και Ιταλία 12%).
Καθεμία από αυτές τις χώρες ειδικεύεται στην εκτροφή διαφορετικών ειδών: η Ελλάδα για την τσιπούρα και το λαβράκι (που πρόσφατα έφτασε σε 10ετή κορύφωση σε όγκο και αξία), η Ισπανία για τα μύδια, η Γαλλία για τα στρείδια, τα μύδια και την πέστροφα και η Ιταλία για τις αχιβάδες και την πέστροφα.
Η περιοχή της Μεσογείου κατέχει κεντρική θέση τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση λαβρακιού και τσιπούρας που εκτρέφονται, τα οποία είναι τα κυρίαρχα είδη θαλάσσιων ψαριών που παράγονται στην Ευρώπη, μαζί με τον σολομό και την πέστροφα.
Επειδή είναι σαρκοφάγα είδη, η εκτροφή λαβρακιού και τσιπούρας αυξάνει τη ζήτηση για σημαντικούς όγκους ψαριών που αλιεύονται στην άγρια φύση. Αυτό είναι προβληματικό τόσο από περιβαλλοντική όσο και από άποψη επισιτιστικής δικαιοσύνης, δεδομένου ότι οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας συγκαταλέγονται στους κορυφαίους προμηθευτές ιχθυάλευρων και 41.200 τόνους ιχθυελαίων για την υδατοκαλλιέργεια.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η υδατοκαλλιέργεια λαβρακιού και τσιπούρας παράγει εβδομαδιαίες μερίδες 200 γραμμαρίων ψαριού για περίπου 33 εκατομμύρια ανθρώπους, κάτι που αποτελεί απόδειξη ο κλάδος της υδατοκαλλιέργειας ότι συμβάλλει στην επισιτιστική ασφάλεια.
Επιπλέον, η παγκόσμια παραγωγή εκτρεφόμενου λαβρακιού και τσιπούρας έχει καθαρό αρνητικό αντίκτυπο στα ωκεάνια οικοσυστήματα και την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια. Βασικά είδη στο μεσογειακό οικοσύστημα αντιμετωπίζουν υπαρξιακή απειλή από την εκτροφή λαβρακιού και τσιπούρας.
Οι αντιδράσεις
Η περιβαλλοντική και οικολογική ζημιά προκαλεί αυξανόμενη ανησυχία στους ανθρώπους που ζουν κοντά σε μονάδες παραγωγής και σε όλη την Ελλάδα. Ολο και περισσότερες κοινότητες κοντά σε υπάρχοντα και σχεδιαζόμενα εκτροφεία λαβρακιού και τσιπούρας ενώνονται για να αντιταχθούν σε αυτά.
Ωστόσο, η Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ενεργά την ανάπτυξη της εκτροφής λαβρακιού και τσιπούρας εις βάρος του περιβάλλοντος και των παράκτιων κοινοτήτων, έχοντας διοχετεύσει εκατομμύρια στον κλάδο και παρά τα αυξανόμενα στοιχεία για τις οικονομικές του ζημιές.
Μέχρι τη στιγμή της σύνταξης της έκθεσης, στην Ελλάδα είχαν υποβληθεί αιτήσεις για κρατική ενίσχυση ύψους 71 εκατ. ευρώ για νέες ή υφιστάμενες επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας. Και η νομοθεσία στην Ελλάδα έχει αυξήσει δραματικά τις επιτρεπόμενες περιοχές για εντατική υδατοκαλλιέργεια, επεκτείνοντάς τες 24 φορές, ουσιαστικά παραχωρώντας τεράστιες εκτάσεις της ακτογραμμής της χώρας σε ιδιωτικές εταιρείες για αποκλειστική χρήση.