Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η ελληνική εκπαίδευση είναι ανησυχητική και αποκαλυπτική της γενικότερης κρίσης που διαπερνά την κοινωνία. Κάθε χρόνο περίπου 700 σχολικές μονάδες σε όλη τη χώρα αναγκάζονται να κλείσουν ή να αναστείλουν τη λειτουργία τους. Το φαινόμενο δεν είναι ούτε μεμονωμένο ούτε τυχαίο· είναι η άμεση συνέπεια του δημογραφικού προβλήματος που πλήττει την Ελλάδα εδώ και χρόνια, με τις επιπτώσεις να γίνονται όλο και πιο εμφανείς.
Οι πιο έντονες επιπτώσεις εντοπίζονται στις παραμεθόριες και απομακρυσμένες περιοχές, όπου οι σχολικές αίθουσες αδειάζουν και τα παιδιά λιγοστεύουν δραματικά. Εκεί, το σχολείο δεν αποτελεί απλώς έναν χώρο μάθησης· είναι σημείο αναφοράς για ολόκληρη την κοινότητα. Η απώλειά του αφήνει πίσω κενό που δύσκολα καλύπτεται, οδηγώντας σε κοινωνική και οικονομική ερήμωση.
Το παράδειγμα του Δελβινακίου
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Δελβινακίου, μιας περιοχής της Ηπείρου όπου η στατιστική μετατρέπεται σε καθημερινό δράμα. Από το 2018 ο αριθμός των μαθητών έχει μειωθεί κατά 18,5%, φτάνοντας σε σημείο φέτος το Γυμνάσιο να μην λειτουργήσει καν. Μόλις δύο μαθητές είχαν απομείνει εγγεγραμμένοι, αριθμός που καθιστά αδύνατη τη συνέχιση των μαθημάτων.
Το αποτέλεσμα είναι τα παιδιά να αναγκάζονται να μετακινούνται καθημερινά σε άλλες περιοχές, διανύοντας ακόμη και 20 χιλιόμετρα για να φτάσουν σε σχολείο. Οι γονείς βρίσκονται μπροστά σε ένα αδιέξοδο: από τη μία πλευρά θέλουν τα παιδιά τους να μορφωθούν, από την άλλη το βάρος της καθημερινής μετακίνησης είναι τεράστιο. Ο πρόεδρος της κοινότητας περιέγραψε την κατάσταση με σκληρά νούμερα: παιδικός σταθμός με τέσσερα παιδιά, νηπιαγωγείο με έξι, δημοτικό με δώδεκα και γυμνάσιο κλειστό. Η εικόνα μοιάζει περισσότερο με χωριό που αργοσβήνει παρά με κοινότητα που μπορεί να οραματίζεται μέλλον.
Και βέβαια, το Δελβινάκι δεν αποτελεί εξαίρεση. Σε πολλές περιοχές της χώρας οι ίδιες εικόνες επαναλαμβάνονται: σχολεία που κάποτε έσφυζαν από ζωή λειτουργούν πια με ελάχιστους μαθητές ή κατεβάζουν ρολά οριστικά.
Μείωση μαθητών και γεννήσεων
Η δραματική μείωση των μαθητών αποτυπώνεται ξεκάθαρα και σε πανελλαδικό επίπεδο. Σύμφωνα με στοιχεία της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας, την τελευταία δεκαετία χάθηκαν περίπου 20.000 μαθητές από τον εκπαιδευτικό χάρτη. Από το 2013 έως το 2023 η πτώση είναι συνεχής και σταθερή, δίχως να διαφαίνεται σημάδι ανάκαμψης.
Οι αριθμοί των γεννήσεων αποκαλύπτουν την πηγή του προβλήματος: το 2013 καταγράφηκαν 94.000 γεννήσεις, ενώ το 2021 μόλις 71.000. Η διαφορά είναι τεράστια και μεταφράζεται σε άδειες αίθουσες, συγχωνεύσεις τμημάτων και τελικά κλειστά σχολεία. Δεν πρόκειται για μια συγκυριακή κρίση, αλλά για μια βαθιά κοινωνική παθογένεια που συνδέεται με την οικονομική ανασφάλεια, την ανεργία, τα χαμηλά εισοδήματα και τις δυσβάσταχτες συνθήκες διαβίωσης για τα νέα ζευγάρια.
Η Διδασκαλική Ομοσπονδία υπογραμμίζει ότι οι αιτίες δεν είναι μόνο αριθμητικές. Η πίεση των πολύωρων εργασιακών ωραρίων, οι πετσοκομμένοι μισθοί και η ανυπαρξία επαρκών δομών κοινωνικής στήριξης οδηγούν ολοένα και περισσότερους νέους ανθρώπους μακριά από την απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια. Κι έτσι, η αλυσίδα συνεχίζει: λιγότερες γεννήσεις, λιγότεροι μαθητές, λιγότερα σχολεία, πιο άδεια χωριά.
Οι συνέπειες για την κοινωνία
Το κλείσιμο σχολείων δεν είναι μόνο εκπαιδευτικό ζήτημα. Είναι ζήτημα κοινωνικής συνοχής, οικονομικής ανάπτυξης και επιβίωσης των τοπικών κοινοτήτων. Όταν ένα σχολείο κατεβάζει ρολά, χάνει ολόκληρη η κοινωνία: οι οικογένειες πιέζονται να μετακινηθούν, τα χωριά χάνουν τον βασικό τους πυρήνα ζωής, οι νέοι άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Η ερήμωση φέρνει ακόμη μεγαλύτερη εγκατάλειψη, ενώ οι πολιτικές αντιμετώπισης του φαινομένου παραμένουν αποσπασματικές. Κίνητρα για νέες οικογένειες, ενίσχυση των τοπικών δομών και υποστήριξη της περιφερειακής εκπαίδευσης είναι μέτρα που έχουν συζητηθεί, αλλά δεν έχουν υλοποιηθεί σε έκταση τέτοια που να αλλάξει ουσιαστικά την εικόνα.
Ένα μέλλον που ζητά απαντήσεις
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι σαφές: πώς μπορεί να ανακοπεί αυτή η κατρακύλα; Η εκπαίδευση αποτελεί τη ραχοκοκαλιά κάθε κοινωνίας, κι όταν οι αίθουσες αδειάζουν, η χώρα χάνει κομμάτι του ίδιου της του μέλλοντος. Αν δεν υπάρξει συνολική στρατηγική αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος —με στήριξη στις νέες οικογένειες, μέτρα για την ισορροπία εργασίας–ζωής και ουσιαστική επένδυση στην παιδεία— το φαινόμενο δεν θα σταματήσει.
Η εικόνα ενός σχολείου με δύο μαθητές δεν είναι απλώς μια στατιστική ανωμαλία. Είναι το ηχηρό καμπανάκι ενός έθνους που γερνάει και χάνει τον ζωτικό του παλμό. Και αν δεν ληφθούν μέτρα, η επόμενη δεκαετία μπορεί να βρει την ελληνική περιφέρεια ακόμη πιο φτωχή, πιο άδεια και πιο αποδυναμωμένη.