Η απόκλιση μεταξύ των αντικειμενικών και των εμπορικών αξιών των ακινήτων παραμένει ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, οι εμπορικές τιμές – δηλαδή οι πραγματικές τιμές πώλησης στην αγορά – είναι κατά μέσο όρο 30% υψηλότερες από τις αντικειμενικές τιμές που χρησιμοποιούνται για τη φορολογία. Η διαφορά αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη σε περιοχές με υψηλή ζήτηση, τουριστικό ενδιαφέρον και περιορισμένη προσφορά.
Στην Περιφέρεια Αττικής, όπου η αντικειμενική αξία των ακινήτων ανήλθε σύμφωνα με τα εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ 2025 στα 411 δισ. ευρώ, η εκτιμώμενη εμπορική αξία των ακινήτων ξεπερνά τα 534 δισ. ευρώ.
Η διαφορά ύψους 123 δισ. ευρώ κατατάσσει την Αττική στην κορυφή της λίστας. Ιδιαίτερα στους δήμους του Κέντρου, της Ανατολικής Αττικής και των νοτίων προαστίων (Γλυφάδα, Βούλα, Βουλιαγμένη), οι εμπορικές τιμές έχουν εκτοξευθεί λόγω αυξημένης ζήτησης από εγχώριους και ξένους επενδυτές.
Με αντικειμενική αξία 25,8 δισ. ευρώ το Νότιο Αιγαίο – που περιλαμβάνει Μύκονο, Σαντορίνη, Πάρο, Ρόδο και άλλα δημοφιλή νησιά – έχει εμπορική αξία που εκτιμάται άνω των 33,5 δισ. ευρώ. Η απόκλιση φτάνει τα 7,7 δισ. ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει πόσο απέχει η αγορά από τις επίσημες τιμές του κράτους, ειδικά σε περιοχές με υψηλό τουριστικό προφίλ και επενδυτική δραστηριότητα.
Στην Κρήτη, οι αντικειμενικές αξίες φτάνουν τα 42,2 δισ. ευρώ, όμως η εκτιμώμενη εμπορική αξία αγγίζει τα 54,9 δισ. ευρώ, με διαφορά περίπου 12,7 δισ. ευρώ. Οι περιοχές πέριξ των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου αποτελούν σημεία έντονης ζήτησης από Ευρωπαίους επενδυτές και αγοραστές εξοχικών κατοικιών.
Η Θεσσαλονίκη και γενικότερα η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας διαθέτουν αντικειμενική αξία 101,9 δισ. ευρώ, όμως η εμπορική αξία εκτιμάται άνω των 132 δισ. ευρώ. Με διαφορά σχεδόν 30 δισ. ευρώ, η ψαλίδα αποκαλύπτει την καθυστέρηση των προσαρμογών στις αντικειμενικές τιμές σε σχέση με την αναπτυσσόμενη δυναμική της περιοχής.
Αντίθετα, σε πιο απομακρυσμένες περιφέρειες όπως η Στερεά Ελλάδα, η Ήπειρος ή η Δυτική Μακεδονία, όπου η ζήτηση παραμένει πιο σταθερή και η αγορά λιγότερο δυναμική, η απόκλιση είναι μικρότερη. Για παράδειγμα, στη Στερεά Ελλάδα η αντικειμενική αξία είναι 22,8 δισ. ευρώ, και η εμπορική εκτιμάται κοντά στα 29,6 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας την ελάχιστη διαφορά σε σχέση με τα μεγάλα αστικά ή τουριστικά κέντρα.