Παρά τα στοιχεία που εμφανίζουν την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης, η πραγματικότητα για το πορτοφόλι των Ελλήνων απέχει σημαντικά από την εικόνα αυτή. Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του ΚΕΦίΜ και τα επίσημα δεδομένα της Eurostat, του ΟΟΣΑ και της ΕΛΣΤΑΤ, το εισόδημα των Ελλήνων παραμένει 15% χαμηλότερο σε πραγματικούς όρους σε σχέση με το 2009, την ώρα που το κόστος ζωής έχει εκτοξευθεί και η φορολογική πίεση παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Η αγοραστική δύναμη της χώρας έχει υποχωρήσει σήμερα 28% κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, όταν το 2009 η απόσταση ήταν μόλις 7%–8%.
Μάλιστα η Eurostat καταγράφει πτώση άνω του 20% στην πραγματική αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών μέσα σε 15 χρόνια — τη μεγαλύτερη στη ζώνη του ευρώ.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο οι τιμές αλλά και οι μισθοί. Ο μέσος καθαρός μισθός στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ήταν 1.120 ευρώ το 2009 και σήμερα κινείται περίπου στα 1.050 ευρώ, δηλαδή 6,5% χαμηλότερα, ενώ σε πραγματικούς όρους (μετά τον πληθωρισμό) η απώλεια ξεπερνά το 15%.
Την ίδια ώρα ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί ονομαστικά — από 740 ευρώ το 2009 σε 830 ευρώ σήμερα — αλλά η πραγματική του αξία αντιστοιχεί σε μόλις 610–630 ευρώ του 2009, δηλαδή έχει χαθεί σχεδόν 1/5 της αγοραστικής του δύναμης.
Παράλληλα το κόστος διαβίωσης αυξάνεται ασταμάτητα. Από το 2009 έως σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι τιμές στα βασικά είδη έχουν εκτοξευθεί: το γάλα, τα τυριά και τα αυγά είναι 42% ακριβότερα, το κρέας 38%, τα ζυμαρικά 55%, η ζάχαρη 80%, ενώ το λάδι έχει σημειώσει θεαματική αύξηση άνω του 120%. Σε οτι αφορά δε το ενεργειακό κόστος αυτό παραμένει σε ιστορικα υψηλά αφού το ρεύμα πλέον κοστίζει 78% περισσότερο από το 2009.
Στο πρόβλημα προστίθεται και η δομή της φορολογίας. Η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρώπη (24%) και τον 3ο υψηλότερο φόρο καυσίμων. Το 65% των φορολογικών εσόδων προέρχεται από έμμεσους φόρους, δηλαδή φόρους που πληρώνονται καθημερινά στις αγορές και όχι από τα εισοδήματα. Αυτό σημαίνει ότι τα χαμηλότερα και μεσαία στρώματα επιβαρύνονται δυσανάλογα.
Το αποτέλεσμα αυτής της συμπίεσης είναι εμφανές: η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας (27,6%) και υλικής αποστέρησης (13%), όταν τα αντίστοιχα ποσοστά το 2009 ήταν 20% και 7%.
Με λίγα λόγια παρά του γεγονότος ότι η χώρα δείχνει σημάδια μακροοικονομικής σταθεροποίησης, για τον μέσο πολίτη, οι μισθοί μένουν στάσιμοι, οι τιμές αυξάνονται και η φορολογία πιέζει, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να ζουν σε ένα διαρκές «μεταίχμιο», όπου οι αριθμοί βελτιώνονται αλλά η καθημερινότητα δυσκολεύει.



