Παρά τις θεαματικές φθορές στους διεθνείς δείκτες, η καθημερινή πραγματικότητα στον Έλληνα καταναλωτή παραμένει βαριά: οι τιμές στα τρόφιμα επιμένουν σε υψηλά επίπεδα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αποφασίζουν ακόμα και ανατιμήσεις.
Η εικόνα της «αποκλιμάκωσης» που προβάλλεται διεθνώς μοιάζει να είναι εγγενώς ανίσχυρη απέναντι σε ένα ντόπιο σύστημα που συστηματικά μετατρέπει κάθε πίεση του κόστους σε συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης.
Οι τρεις «πυλώνες» της επίμονης ακρίβειας
Η καθυστέρηση στην ανταπόκριση της αγοράς δεν είναι τυχαία. Βασίζεται σε μια τριπλή δομή που καθιστά την πτώση των τιμών σχεδόν αδύνατη:
1. Οι «εσωτερικοί» δασμοί: Πέραν της διεθνούς αγοράς, το εγχώριο φορολογικό πλαίσιο επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τα προϊόντα. Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στον καφέ (140-150 εκατ. ευρώ ετησίως) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός μηχανισμού που εμποδίζει τη μετάδοση κάθε πτώσης του κόστους, διατηρώντας τεχνητά υψηλές τιμές.
2. Το ασύλληπτο χάσμα μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή: Τα στοιχεία είναι καταδικαστικά. Οι γίγαντες Πρεσπών πωλούνται στο χωράφι στα 5 ευρώ το κιλό και καταλήγουν στα ράφια στα 14 ευρώ. Αντίστοιχα, οι πατάτες Νευροκοπίου από τα 0,23-0,32 ευρώ εκτοξεύονται στα 1,2 ευρώ. Αυτό το τερατώδες spread αποκαλύπτει ένα σύστημα διαμεσολάβησης που, κατά τους ίδιους τους παραγωγούς, δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση.
3. Η ανοσία του συστήματος σε εξωτερικές πιέσεις: Οι εταιρίες δικαιολογούν την αδράνεια επικαλούμενες αποθέματα υψηλού κόστους και προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ωστόσο, αυτές οι δικαιολογίες χάνουν το δίκιο τους όταν, παράλληλα, παρατηρούνται ακόμα και νέες ανατιμήσεις, γεγονός που υποδηλώνει μια επιλεκτική ευαισθησία στις μεταβολές του κόστους – πάντα προς τα πάνω.
Μια οικονομία δομημένη υπέρ των μεσάζοντων
Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, η πρώτη ύλη των οπωροκηπευτικών αντιπροσωπεύει μόλις το 12% της τελικής τιμής. Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους (66%) προέρχεται από μεταφορές, αποθήκευση, ενέργεια και εργατικά – τομείς όπου η διαφάνεια είναι ελάχιστη και οι υπερκοστολογήσεις συχνές. Επιπλέον, τα κέρδη των εμπλεκομένων φτάνουν το 11%, αποκαλύπτοντας μια αναδιανομή του πλούτου που στερεί σημαντικά τόσο τον παραγωγό όσο και τον καταναλωτή.
Η σιωπή της πολιτικής – μια σιωπηρή αποδοχή;
Η απουσία αποτελεσματικών πολιτικών παρεμβάσεων τροφοδοτεί περαιτέρω το πρόβλημα. Παρά τις υποσχέσεις για ελέγχους και διαφάνεια, ηλεκτρονική ιχνηλασιμότητα παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανύπαρκτη, επιτρέποντας πρακτικές όπως οι «ελληνοποιήσεις» ξένων προϊόντων και η αναποτελεσματική μεταφορά των πτωτικών τάσεων. Στον τομέα του κρέατος, όπου η αυτάρκεια είναι μόλις 12%, η εγχώρια παραγωγή (μοσχαρίσιο στα 8,5 ευρώ/κιλό) χάνεται στην αλυσίδα, με τον καταναλωτή να πληρώνει πάνω από 17 ευρώ – μια διαφορά που ξεπερνά το 100%.
Σύναψη: Μια αγορά παγιδευμένη στην ακρίβεια
Η ελληνική αγορά τροφίμων φαίνεται να λειτουργεί βάσει ενός μοντέλου μονομερών προσαρμογών: οι διεθνείς αυξήσεις μεταδίδονται άμεσα, οι πτώσεις απορροφώνται ή καθυστερούν επ’ αόριστον. Όσο η διαφάνεια παραμένει ελλιπής, οι φορολογικές παγίδες ενεργές και οι διάμεσοι απροσπέλαστοι, η «ομαλοποίηση» που υπόσχονται οι παράγοντες θα είναι απλώς μια νέα, υψηλότερη βάση τιμών – μακριά από τα προ-κρίσης επίπεδα και ακόμα πιο μακριά από το όραμα μιας δίκαιης, ανταγωνιστικής αγοράς. Ο καταναλωτής συνεχίζει να πληρώνει το τίμημα μιας διαρθρωτικής αδυναμίας που κανένας δεν φαίνεται πρόθυμος να ανατρέψει.


