Μια καθοριστική πολιτική παρέμβαση υπέρ των ευρωπαϊκών αρχών και της εθνικής ασφάλειας πραγματοποίησε ο Νίκος Παπανδρέου στο Στρασβούργο, καταθέτοντας τροπολογία που επιχειρεί να κλείσει την «πίσω πόρτα» που επιδιώκει να ανοίξει η Άγκυρα προς τα ευρωπαϊκά προγράμματα άμυνας και ασφάλειας.
Η τροπολογία του Έλληνα ευρωβουλευτή, η οποία προτείνεται να ενταχθεί στη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων (ECON) για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Ετοιμότητα 2030, θέτει αυστηρούς όρους σε κάθε πιθανή συνεργασία της Ε.Ε. με τρίτες χώρες. Όπως αναφέρεται ρητά, «οι εταιρικές σχέσεις με τρίτες χώρες πρέπει να υπόκεινται σε διεξοδική και αυστηρή αξιολόγηση, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια κανενός κράτους μέλους της ΕΕ· κάθε συνεργασία πρέπει να εξαρτάται από την πλήρη συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη διατήρηση ειρηνικών και εποικοδομητικών σχέσεων με όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης.»
Πίσω από τη φαινομενικά «τεχνοκρατική» γλώσσα της τροπολογίας, βρίσκεται ένα σαφές πολιτικό μήνυμα: όσο η Τουρκία συνεχίζει να παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, να κατέχει ευρωπαϊκό έδαφος στην Κύπρο και να απειλεί την Ελλάδα, δεν μπορεί να αναμένει πρόσβαση στα εργαλεία και τους πόρους της ευρωπαϊκής άμυνας.
Η πρωτοβουλία Παπανδρέου έρχεται σε μια περίοδο όπου η Ε.Ε. επιχειρεί να θωρακίσει την αμυντική της βιομηχανία μέσω του προγράμματος SAFE (Security and Defence Fund for Europe), την ώρα που η Άγκυρα προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τη γεωστρατηγική της θέση χωρίς να ευθυγραμμίζεται με τις αρχές της Ένωσης. Αν η τροπολογία του γίνει δεκτή, θα αποτελέσει σημαντικό φραγμό στα σχέδια της Τουρκίας για θεσμική διείσδυση σε κρίσιμα ευρωπαϊκά προγράμματα, θέτοντας σαφή όρια στη συνεργασία με χώρες που υπονομεύουν την ειρήνη και την ασφάλεια της περιοχής.
Με αυτή την κίνηση, ο Νίκος Παπανδρέου αναδεικνύεται σε σταθερή φωνή υπεράσπισης της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, αλλά και της εθνικής αξιοπρέπειας, επιμένοντας πως η ενότητα της Ευρώπης δεν μπορεί να βασίζεται σε εκπτώσεις αρχών ούτε σε ανεκτικότητα απέναντι σε καθεστώτα που εργαλειοποιούν τον αναθεωρητισμό.