Γράφει ο Κωνσταντίνος Ταχτσίδης
Κανείς δεν λείπει από τις τωρινές ζυμώσεις στο χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς και αυτό από μόνο του είναι πρόβλημα. Γιατί όταν όλοι χωράνε, δεν υπάρχει πρόταση. Υπάρχει καταφύγιο.
Και όλοι μιλάνε για το «νέο» που θέλουν να δημιουργήσουν.
Μόνο που το «νέο» δεν είναι αποτέλεσμα πρόσθεσης, αλλά αποτέλεσμα ρήξης.
Το «νέο», δεν είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής μεταξύ φίλων, είναι ο μέγιστος πολλαπλασιαστής μεταξύ αγνώστων.
Το «νέο» δε ξεκινά σε διαπραγματεύσεις μηχανισμών, αλλά σε σιωπές που σπάνε.
Το «νέο» δεν προκύπτει από πολιτικά βιογραφικά – αλλά από κοινωνικά αδιέξοδα.
Στην Ελλάδα, κάθε τι που τελειώνει, παριστάνει ότι ξεκινά από την αρχή και κάθε πολιτικός κύκλος που έχει εξαντληθεί, επιστρέφει με τίτλο «πρωτοβουλία».
Αυτό που βλέπουμε σήμερα να προετοιμάζεται -δειλά ακόμα- ως «νέος φορέας» δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια νέα απόπειρα επιβίωσης ενός παλιού πολιτικού DNA.
Είναι η αδυναμία να αποδεχτούν την αποτυχία τους.
Είναι το «να μείνουμε κάπου» — όχι το «να φτιάξουμε κάτι που λείπει».
Ήρθε λοιπόν η ώρα να κοιτάξουμε με θάρρος τον καθρέφτη και να ομολογήσουμε πως: Αυτό που ζούμε δεν είναι μόνο πολιτική κρίση· είναι κρίση νοήματος.
Όταν το πολιτικό σύστημα αποτυγχάνει επανειλημμένα να πείσει ότι μπορεί να παράγει λύσεις, η κοινωνία δεν εξεγείρεται – αποσύρεται. Κι όταν αποσύρεται, γίνεται πιο αδρανής, πιο φοβισμένη, πιο καχύποπτη, πιο πρόθυμη να αγκαλιάσει τις απλοϊκές βεβαιότητες της ακροδεξιάς.
Η κοινωνική απογοήτευση δεν είναι καινούρια, αλλά το σημερινό της βάθος έχει κάτι το δομικό. Οι πολίτες δεν αισθάνονται απλώς προδομένοι από το σύνολο του πολιτικού συστήματος – αισθάνονται πως δεν υπάρχει ούτε καν πρόθεση για κάτι καλύτερο.
Ο πολιτικός λόγος μοιάζει όλο και περισσότερο με διαφημιστικό σποτ: επαναλαμβανόμενος, άδειος. Οι θεσμοί δεν εμπνέουν, οι εκπρόσωποι δεν εκπροσωπούν, οι ιδεολογίες δεν συγκινούν.
Σε αυτό το κλίμα, η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας δεν έρχεται ως ιδεολογική επιλογή, αλλά ως μηχανισμός άμυνας και όταν όλα μοιάζουν ρευστά, ο κόσμος γαντζώνεται σε ό,τι φαντάζει σταθερό – κι ας είναι αυταρχικό, κλειστοφοβικό, παρελθοντικό. Ο φόβος της καθημερινότητας υπερτερεί της ανάγκης για δικαιοσύνη και η ανάγκη για τάξη ξεπερνά την ανάγκη για ελευθερία.
Η ελληνική κοινωνία, λοιπόν, δεν περιμένει κάτι “νέο” από την Κεντροαριστερά. Περιμένει κάτι αληθινό. Κι αυτό δεν χτίζεται με ανακυκλωμένες ορολογίες, κλειστές συσκέψεις, πυξίδες και νοσταλγία.
Χτίζεται από τολμηρές ιδέες, νέα πρόσωπα και ανοιχτές ρήξεις.