Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια ισχυρή ενδογενή τάση διεύρυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων, όπως αποκαλύπτει η πρόσφατη ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για το 2025.
Παρά την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας σε εθνικό επίπεδο, τα οφέλη αυτής της ανάπτυξης διανέμονται ανισομερώς, ευνοώντας κυρίως την Αττική και περιοχές με μεγαλύτερη τεχνολογική και παραγωγική δυναμική, αφήνοντας πίσω λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες.
Στην αγορά εργασίας, η εικόνα είναι αντιφατική. Το ποσοστό απασχόλησης στις περισσότερες περιφέρειες παραμένει κάτω τόσο από τον εθνικό μέσο όρο (63,3%) όσο και από τον ευρωπαϊκό (70,8%). Ειδικά στη Θεσσαλία, τη Δυτική και την Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, η απασχόληση παραμένει χαμηλή. Ανησυχητικές είναι και οι έμφυλες ανισότητες: στη Στερεά Ελλάδα η απόκλιση απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών αγγίζει τις 27,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Η υποαπόδοση της αγοράς εργασίας είναι επίσης έντονη, με τις Ιόνιες Νήσους, το Νότιο Αιγαίο και τη Δυτική Μακεδονία να καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά. Σε αυτές τις περιοχές, η διαφορά στο ποσοστό υποαπασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και τις τέσσερις φορές το αντίστοιχο ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα, η μακροχρόνια ανεργία παραμένει σε δραματικά υψηλά επίπεδα: σε Ήπειρο, Ανατολική Μακεδονία – Θράκη και Κεντρική Μακεδονία, πάνω από το 60% των ανέργων είναι άνεργοι για περισσότερο από ένα χρόνο, με τις γυναίκες να πλήττονται περισσότερο.
Οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποτελούν εξαίρεση. Στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία η ανεργία στους πτυχιούχους ξεπερνά το 11%, ενώ οι άνεργες πτυχιούχοι στη Δυτική Μακεδονία αγγίζουν το 16,3%, υπερτριπλάσιο ποσοστό από εκείνο της Αττικής. Αντίστοιχα, η απασχόληση σε τομείς υψηλής τεχνολογίας παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη σε πολλές περιφέρειες – στην Αττική φτάνει το 5,8%, αλλά στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο μόλις το 0,8% και 1,1% αντίστοιχα.
Η περιορισμένη επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο επιβεβαιώνεται και από τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης. Στο Βόρειο Αιγαίο, παρ’ ότι καταγράφεται πρόοδος, η συμμετοχή φτάνει το 6%, έναντι 13,3% στην ΕΕ. Σε πολλές άλλες περιοχές τα ποσοστά είναι κάτω από 2%. Το χάσμα στην έρευνα και καινοτομία είναι εξίσου εμφανές: μόνο η Αττική, η Ήπειρος και η Κρήτη πλησιάζουν ή ξεπερνούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε απασχόληση στην Έρευνα & Ανάπτυξη. Παρά ταύτα, η δημόσια και ιδιωτική δαπάνη για Ε&Α παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από την ΕΕ.
Η κρίση αποτυπώνεται και στο βιοτικό επίπεδο. Σε όλες τις περιφέρειες οι πραγματικές αποδοχές έχουν μειωθεί δραματικά από το 2009, με τη μεγαλύτερη μείωση στο Νότιο Αιγαίο (-40,3%). Το 2024, περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά σε κάποιες περιοχές ζουν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού – χαρακτηριστικά παραδείγματα τα Ιόνια Νησιά και η Δυτική Μακεδονία.
Ανησυχητική είναι η αδυναμία πρόσβασης στις ιατρικές εξετάσεις, η οποία αυξήθηκε σημαντικά το 2024, κυρίως στη Στερεά Ελλάδα, την Αττική και τα Ιόνια Νησιά. Την ίδια στιγμή, το ποσοστό των πολιτών που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε περιφέρειες όπως η Δυτική Μακεδονία, η Στερεά Ελλάδα και η Δυτική Ελλάδα.