Το λαϊκό παραμύθι «ακριβοί στα πίτουρα, φτηνοί στο αλεύρι» αποκτά, δυστυχώς, πικρή εμπράγματη σημασία στο σημερινό ελληνικό πολιτικο-δικαστικό τοπίο. Ζούμε μια εντυπωσιακή και ανησυχητική διάσταση, όπου η δικαστική εξουσία φαίνεται να ενεργεί με διαφοροποιημένη σοβαρότητα και σπουδαιότητα, ανάλογα με το ποιος είναι οι υποκείμενο και το πολιτικό κόστος.
Η «φθηνή» αυστηρότητα: Ο Αρειος Πάγος και οι αγρότες
Από τη μία, ο «σπουδαίος» Άρειος Πάγος ανταποκρίνεται με βροντερή και άμεση ακρόαση σε εικόνες αγροτικών κινητοποιήσεων. Η παρέμβαση του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού, που καλεί σε άμεση ποινική αντιμετώπιση βασισμένη σε κακουργηματικού χαρακτήρα κατηγορίες (άρθρο 291 ΠΚ), έχει έναν εμφανή κατασταλτικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Η γλώσσα που συνοδεύει αυτή την κίνηση, με αναφορές σε «γκάνγκστερς» από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ακόμα και αν εκφράζει προσωπική άποψη, δημιουργεί ένα αφόρητα εχθρικό κλίμα απέναντι σε κοινωνικά κινήματα. Το παράδοξο φτάνει στο απόγειό του όταν ανακαλύπτουμε πως ο ίδιος όρος «γκάνγκστερ» είχε χρησιμοποιηθεί ως… εγκωμιαστικό παρατσούκλι για τον πρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ, σε μια περίπτωση που εξελίσσεται σε σκάνδαλο δισεκατομμυρίων. Η σύγκριση είναι εμφανής: σε μια περίπτωση, ταχεία δικαστική απόκριση και δημόσια καταδίκη. Στην άλλη, σιωπή.
Η «ακριβή» αδιαφορία: Το Ανώτατο Δικαστήριο και το σκάνδαλο των υποκλοπών
Από την άλλη πλευρά, αναπηδάμε στο πιο σοβαρό πολιτικό σκάνδαλο της μεταπολίτευσης: τις υποκλοπές με το Predator και τη διείσδυση στο κέντρο του κράτους. Εδώ, το Ανώτατο Δικαστήριο επιδείχθηκε εξαιρετικά «φθηνό» στη δέσμευσή του για διερεύνηση. Η απόφαση να αρχειοθετηθούν οι μηνύσεις του Νίκου Ανδρουλάκη και του Θανάση Κουκάκη, σε συνδυασμό με τη βιαστική και απόλυτη απαλλακτική ανακοίνωσή του, έδωσε την εικόνα μιας δικαιοσύνης που κλείνει το ματάκι μπροστά σε ασυλλόγιστες αποκαλύψεις. Αποκαλύψεις που δεν αφορούσαν μόνο ιδιώτες, αλλά πιθανή εμπλοκή κρατικών μηχανισμών.
Το ειρωνικό είναι ότι η μόνη πηγή ελπίδας για κάποια διερεύνηση πηγάζει από το «ταπεινό» Μονομελές Πλημμελειοδικείο, που δικάζει για πλημμελήματα. Εκεί, όμως, οι αποκαλύψεις (ερωτήσεις προ-ετοιμασμένες για βουλευτές, αδυναμία ελέγχου της ΕΥΠ) κρέμονται στον αέρα, χωρίς να προκαλούν το θεσμικό σοκ που θα έπρεπε. Η σιωπή των 15 μελών της κοινοβουλευτικής εξεταστικής είναι γονιματισμένη. Η αντίδραση του συστήματος περιορίστηκε σε δύο παραιτήσεις και έναν νόμο, σε μια προσπάθεια να «σελιδοδοτηθεί» το θέμα, αντί να αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Το δομικό πρόβλημα: Οικοδόμηση δυσπιστίας
Αυτή η εμφανής ασυμμετρία δεν είναι απλά μια δικαστική παρεξήγηση. Είναι συστημικό πρόβλημα που τρέφει τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στους θεσμούς και στη δικαιοσύνη. Όταν η δίωξη για την αποκλείωση μιας επαρχιακής οδού φαίνεται πιο επείγουσα και σοβαρή από την αποτύπωση της κατασκοπείας εναντίον πολιτικών και δημοσιογράφων, τότε το μήνυμα είναι καταλυτικό: η δικαιοσύνη μπορεί να λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Η αποφυγή συζήτησης για το κράτος δικαίου σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή είναι αυτοτραυματική. Κάθε μέρα που περνάει με τις ερωτήσεις των υποκλοπών αναπάντητες και με την άσκηση ποινικού δίκαιου να φαίνεται επιλεκτική, η νομιμοποίηση των θεσμών διαβρώνεται. Και σε μια εποχή που «τα τέρατα σηκώνουν κεφάλι», όπως επισημαίνεται δικαιολογημένα, η αδυναμία των θεσμών να αντιμετωπίσουν τις πραγματικές, βαθιές κρίσεις τους αφήνει εκτεθειμένους όλους.
Το συμπέρασμα είναι πικρό αλλά αναπόφευκτο: όσο η πραγματική «κουβέντα για το αλεύρι» – για το σοβαρό, το δομικό, το σκανδαλώδες – αποφεύγεται και τιμωρείται με σιωπή ή αρχειοθέτηση, τόσο περισσότερο θα παραμένουμε «ακριβοί στα πίτουρα», εστιάζοντας σε επιφανειακές και πολιτικά βολικές εφαρμογές του νόμου. Και αυτό δεν είναι δικαιοσύνη. Είναι η διάβρωσή της.



