Βάση συζήτησης με στόχο τη συμφωνία για το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία χαρακτήρισε το σχέδιο Τραμπ ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε ότι το Κρεμλίνο θεωρεί το ειρηνευτικό σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ για την Ουκρανία ως πιθανή βάση για μελλοντικές διαπραγματεύσεις, επισημαίνοντας ότι «δεν υπάρχουν τελικές εκδοχές» και ότι «ορισμένα ζητήματα χρειάζονται συζήτηση».
Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι δεν υπήρχαν σχέδια συμφωνιών, αλλά μια λίστα θεμάτων που προτάθηκαν προς συζήτηση και επιβεβαίωσε ότι η παραλλαγή του σχεδίου που συζητήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ουκρανία στη Γενεύη έχει διαβιβαστεί στη Ρωσία.
Ο Πούτιν πρόσθεσε ότι η Μόσχα «βλέπει πως οι ΗΠΑ λαμβάνουν υπόψη τις ρωσικές θέσεις», ενώ απέρριψε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό ότι η Ρωσία σχεδιάζει επίθεση στην Ευρώπη, χαρακτηρίζοντάς τον «γελοίο», ενώ διαμήνυσε ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να δώσει και γραπτές εγγυήσεις ότι δεν θα επιτεθεί στην Ευρώπη.
«Επειδή είναι ένα πράγμα να λέμε ότι η Ρωσία δεν έχει καμία πρόθεση να επιτεθεί στην Ευρώπη. Μας ακούγεται γελοίο, και ποτέ δεν είχαμε σκοπό να το κάνουμε, αλλά αν θέλουν να το ακούσουν από εμάς, προχωρήστε, θα το καταγράψουμε. Κανένα ζήτημα», δήλωσε ο Πούτιν σε συνέντευξη Τύπου στο Μπισκέκ την Πέμπτη.
«Υπάρχουν άνθρωποι εκεί, νομίζω, που είναι λίγο τρελοί, όταν λένε δημόσια στον πληθυσμό τους, στους πολίτες τους, ότι “η Ρωσία ετοιμάζεται να επιτεθεί στην Ευρώπη” και ότι πρέπει να ενισχύσουμε άμεσα το αμυντικό μας δυναμικό».
Κατά τον Πούτιν οι παραπάνω φωνές είτε υπηρετούν τα συμφέροντα της αμυντικής βιομηχανίας και των ιδιωτικών εταιρειών, είτε προσπαθούν να ενισχύσουν την εσωτερική πολιτική τους επίδοση.
«Είναι δύσκολο να πούμε από τι καθοδηγούνται, αλλά από τη δική μας οπτική γωνία, είναι εντελώς ανοησία, ένα ψέμα. Παρ’ όλα αυτά, αν αυτό προωθείται στη δημόσια συνείδηση, αν έχουν τρομάξει τους πολίτες τους και θέλουν να ακούσουν ότι δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα, ότι δεν έχουμε σχέδια, καμία επιθετική πρόθεση εναντίον της Ευρώπης, τότε προχωρήστε, είμαστε έτοιμοι να το καταγράψουμε όπως θέλουν», είπε ο Πούτιν.
Ίσως, πρόσθεσε, αυτό έχει νόημα αν όλοι θέλουν να μιλήσουν μαζί, να συζητήσουν και να διευθετήσουν ζητήματα πανευρωπαϊκής ασφάλειας. «Ναι, εμείς οι ίδιοι το προτείναμε κάποτε, αλλά αν οι Δυτικοί εταίροι μας, όπως θα τους αποκαλούμε, το θέλουν τώρα, τότε προχωρήστε, είμαστε έτοιμοι. Αλλά καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να καθίσουμε και να το συζητήσουμε σοβαρά. Κάθε λέξη μετράει», είπε ο Πούτιν.
Παράλληλα, ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να συζητήσει, ετός από την ευρωπαϊκή ασφάλεια και για τη στρατηγική σταθερότητα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπογραμμίζοντας ότι η Ρωσία «είναι έτοιμη για σοβαρή συζήτηση» και ότι αναμένει αμερικανική αντιπροσωπεία την επόμενη εβδομάδα.
Αναφερόμενος στις πρόσφατες συνομιλίες στο Άμπου Ντάμπι, ο Πούτιν είπε ότι αντιπροσωπείες της Ρωσίας και της Ουκρανίας βρίσκονται σε επαφή και συζητούν ανταλλαγές αιχμαλώτων πολέμου.
Όσο για ενδεχόμενη επιστροφή της Μόσχας στην G7, ο Πούτιν είπε ότι «κανείς δεν έχει προσκαλέσει τη Ρωσία εκεί» και ότι δεν μπορεί να φανταστεί «πώς θα μπορούσε να υπάρξει συνεργασία» με την ομάδα των επτά.
Στο πεδρί στην Ουκρανία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επανέλαβε ότι μόλις τα ουκρανικά στρατεύματα αποσυρθούν από τις θέσεις τους σε καίριες περιοχές, τότε οι μάχες θα σταματήσουν, αλλά αν δεν το κάνουν, οι ρωσικές δυνάμεις θα επιτύχουν τους στόχους τους με τη βία.
Πρόσθεσε ότι ο ρυθμός της ρωσικής προέλασης προς όλες τις κατευθύνσεις «αυξάνεται αισθητά».
Η Ευρώπη σε πολεμική παράνοια
Την ώρα που Ουάσινγκτον, Κίεβο και Μόσχα εμφανίζονται να βρίσκονται (σχετικά) κοντά στην επίτευξη συμφωνίας πλαισίου ώστε να αρχίσουν ειρηνευτικές συνομιλίες για το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, η Ευρώπη μοιάζει να διακατέχεται από… πολεμικό παροξυσμό.
Σύμφωνα με την Wall Street Journal, η Γερμανία έχει εκπονήσει απόρρητο επιχειρησιακό σχέδιο 1.200 σελίδων για σενάριο πολέμου με τη Ρωσία , το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μεταφορά έως 800.000 στρατιωτών του ΝΑΤΟ στο μέτωπο. Το σχέδιο περιγράφει λεπτομερώς πώς έως και 800.000 γερμανικά, αμερικανικά και άλλα στρατεύματα του ΝΑΤΟ θα μεταφερθούν ανατολικά προς την πρώτη γραμμή. Χαρτογραφεί τα λιμάνια, τα ποτάμια, τους σιδηροδρόμους και τους δρόμους που θα διασχίσουν, καθώς και πώς θα εφοδιάζονται και θα προστατεύονται καθ’ οδόν.
Πόλεμος για όλους
Η φιλοσοφία του σχεδίου είναι απολύτως σύγχρονη: ο πόλεμος δεν είναι πλέον αποκλειστικά στρατιωτική υπόθεση, αλλά απαιτεί συμμετοχή δημόσιων φορέων, επιχειρήσεων, κρίσιμων υπηρεσιών, νοσοκομείων, ακόμη και τοπικών αρχών. Όπως τονίζει η WSJ, «σε υψηλότερο επίπεδο, το σχέδιο αποτελεί την πιο ξεκάθαρη μέχρι σήμερα εκδήλωση αυτού που οι συντάκτες του αποκαλούν μια προσέγγιση στον πόλεμο όλης της κοινωνίας. Αυτό το θόλωμα των γραμμών μεταξύ του πολιτικού και του στρατιωτικού τομέα σηματοδοτεί την επιστροφή σε μια νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου, αλλά έχει επικαιροποιηθεί για να λαμβάνει υπόψη νέες απειλές και εμπόδια – από την ετοιμόρροπη υποδομή της Γερμανίας έως την ανεπαρκή νομοθεσία και έναν μικρότερο στρατό».

Γερμανοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι αναμένουν ότι η Ρωσία θα είναι έτοιμη και πρόθυμη να επιτεθεί στο ΝΑΤΟ το 2029. Ωστόσο, μια σειρά από περιστατικά κατασκοπείας, επιθέσεις δολιοφθοράς και παραβίαση του εναέριου χώρου στην Ευρώπη, πολλά από τα οποία αποδίδονται στη Μόσχα από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες, υποδηλώνουν ότι θα μπορούσε να προετοιμάζεται να επιτεθεί νωρίτερα.
Οι αναλυτές πιστεύουν επίσης ότι μια πιθανή ανακωχή στην Ουκρανία, για την οποία οι ΗΠΑ ασκούν πιέσεις αυτή την εβδομάδα, θα μπορούσε να δώσει χρόνο και πόρους για τη Ρωσία ώστε να προετοιμάσει μια κίνηση εναντίον των μελών του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Εάν καταφέρουν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της Ευρώπης, οι εμπνευστές του σχεδίου πιστεύουν ότι δεν μπορούν απλώς να διασφαλίσουν τη νίκη, αλλά και να καταστήσουν τον πόλεμο λιγότερο πιθανό.
Πλήρες αμυντικό σχέδιο
«Ο στόχος είναι να αποτραπεί ο πόλεμος καθιστώντας σαφές στους εχθρούς μας ότι αν μας επιτεθούν, δεν θα επιτύχουν», διεμήνυσε ένας υψηλόβαθμους αξιωματικός και ένας από τους πρώτους συντάκτες του σχεδίου, γνωστού στους στρατιωτικούς κύκλους ως OPLAN DEU (Operational Plan Germany – Operationsplan Deutschland).
Το OPLAN DEU είναι το πρώτο πλήρες αμυντικό σχέδιο της Γερμανίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η υλοποίησή του εξελίσσεται με ταχύτητα που, όπως λένε οι επιτελείς, θα ήταν αδιανόητη πριν από το 2022. Μερικά από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι σχεδιαστές του γερμανικού στρατού είναι οι κανόνες προμηθειών, οι νόμοι προστασίας δεδομένων και άλλοι κανονισμοί που θεσπίστηκαν σε μια πιο ειρηνική εποχή.

Η εκτέλεση του Σχεδίου απαιτεί τώρα μια αλλαγή νοοτροπίας, διαγράφοντας συνήθειες μιας ολόκληρης γενιάς. «Πρέπει να ξαναμάθουμε όσα ξεμάθαμε», τόνισε ο υφυπουργός Άμυνας Νιλς Σμιντ. «Πρέπει να φέρουμε πίσω ανθρώπους που έχουν βγει στη σύνταξη για να μας πουν πώς το κάναμε τότε». Όμως η καθυστέρηση των υποδομών, οι θεσμικές αγκυλώσεις και η κλιμάκωση των υβριδικών επιθέσεων αφήνουν ένα ερώτημα να αιωρείται: Έχει η Ευρώπη αρκετό χρόνο για να προετοιμαστεί; Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς το έθεσε με ωμότητα τον Σεπτέμβριο. «Δεν είμαστε σε πόλεμο. Αλλά δεν ζούμε πλέον σε καιρό ειρήνης».
Η Ευρώπη (θέλει να) αντιπιτεθεί
Από την πλευρά του, το Politico αναφέρει ότι μπροστά στις υβριδικές επιθέσεις της Ρωσίας, η Ευρώπη σκέφτεται τώρα κάτι που θα φαινόταν παράλογο πριν από λίγα χρόνια: Σχεδιάζει πώς θα αντεπιτεθει. Οι ιδέες κυμαίνονται από κοινές κυβερνοεπιχειρήσεις κατά της Ρωσίας και ταχύτερη και πιο συντονισμένη απόδοση ευθυνών για υβριδικές επιθέσεις, κατηγορώντας άμεσα τη Μόσχα, έως αιφνιδιαστικές στρατιωτικές ασκήσεις υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με δύο ανώτερους αξιωματούχους ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και τρεις διπλωμάτες της ΕΕ.
«Οι Ρώσοι δοκιμάζουν συνεχώς τα όρια…ποια είναι η αντίδραση, πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε;» σημείωσε η υπουργός Εξωτερικών της Λετονίας, Μπαίμπα Μπράζε, σε συνέντευξή της. «Απαιτείται μια πιο «προληπτική αντίδραση», δήλωσε στο Politico. «Και δεν είναι τα λόγια που στέλνουν το μήνυμα αλλά οι πράξεις».

Ρωσικά drones έχουν πετάξει πάνω από την Πολωνία και τη Ρουμανία τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες, ενώ μυστηριώδη drones έχουν προκαλέσει χάος σε αεροδρόμια και στρατιωτικές βάσεις σε ολόκληρη την ήπειρο. Άλλα περιστατικά περιλαμβάνουν παρεμβολές στο GPS, εισβολές μαχητικών αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων, καθώς και μια έκρηξη σε μια σημαντική σιδηροδρομική γραμμή της Πολωνίας που μεταφέρει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία.
«Συνολικά, η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ πρέπει να αναρωτηθούν πόσο καιρό είμαστε διατεθειμένοι να ανεχόμαστε αυτό το είδος υβριδικού πολέμου… [και] αν πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να γίνουμε πιο ενεργοί σε αυτόν τον τομέα», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο Γερμανός υφυπουργός Άμυνας Φλόριαν Χαν στο Welt TV.
Άνευ προηγουμένου
Οι υβριδικές επιθέσεις δεν είναι κάτι καινούργιο. Τα τελευταία χρόνια, η Ρωσία έχει στείλει δολοφόνους να σκοτώσουν πολιτικούς εχθρούς στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει κατηγορηθεί για την ανατίναξη αποθηκών όπλων στην Κεντρική Ευρώπη, έχει προσπαθήσει να αποσταθεροποιήσει την ΕΕ χρηματοδοτώντας ακροδεξιά πολιτικά κόμματα, έχει εμπλακεί σε πόλεμο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έχει προσπαθήσει να ανατρέψει εκλογές σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Μολδαβία.
Ωστόσο, η κλίμακα και η συχνότητα των τελευταίων επιθέσεων είναι άνευ προηγουμένου. Το Globsec, ένα think tank με έδρα την Πράγα, υπολόγισε ότι μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου πραγματοποιήθηκαν περισσότερα από 110 σαμποτάζ και απόπειρες επιθέσεων στην Ευρώπη, κυρίως στην Πολωνία και τη Γαλλία, από άτομα που έχουν σχέσεις με τη Μόσχα.

«Ο σημερινός κόσμος προσφέρει έναν πολύ πιο ανοιχτό — θα μπορούσε να πει κανείς δημιουργικό — χώρο για την εξωτερική πολιτική», δήλωσε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της διάσκεψης Valdai τον Οκτώβριο, προσθέτοντας: «Παρακολουθούμε στενά την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης. Πρόκειται απλώς για ρητορική ή ήρθε η ώρα να αντιδράσουμε;».
Η Ρωσία μπορεί να θεωρεί την ΕΕ και το ΝΑΤΟ ως ανταγωνιστές ή ακόμη και εχθρούς — ο πρώην Ρώσος πρόεδρος και νυν αναπληρωτής επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας του Κρεμλίνου Ντμίτρι Μεντβέντεφ δήλωσε τον περασμένο μήνα: «Οι ΗΠΑ είναι ο αντίπαλός μας». Ωστόσο, η Ευρώπη δεν επιθυμεί πόλεμο με μια Ρωσία που διαθέτει πυρηνικά όπλα και, ως εκ τούτου, πρέπει να βρει τρόπο να απαντήσει ώστε να αποτρέψει τη Μόσχα, χωρίς όμως να υπερβεί τα όρια του Κρεμλίνου που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανοιχτό πόλεμο.
«Οι Ευρωπαίοι “πρέπει να φοβούνται”»
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να υποκύψει, σύμφωνα με τον Σουηδό Αρχηγό Άμυνας, στρατηγό Μίκαελ Κλέσον. «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να φοβάται και να ανησυχεί για την κλιμάκωση της έντασης», δήλωσε σε συνέντευξή του. «Πρέπει να είμαστε αποφασιστικοί». Μέχρι στιγμής, η αντίδραση ήταν η ενίσχυση των αμυντικών συστημάτων. Αφού ρωσικά πολεμικά drones καταρρίφθηκαν πάνω από την Πολωνία, το ΝΑΤΟ ανακοίνωσε ότι θα ενισχύσει τα αμυντικά συστήματα της συμμαχίας στην ανατολική πλευρά, μια απόφαση που υιοθέτησε και η ΕΕ.
Ακόμα και αυτό όμως εξοργίζει τη Μόσχα. Οι Ευρωπαίοι «πρέπει να φοβούνται και να τρέμουν σαν χαζά ζώα σε κοπάδι που οδηγείται στη σφαγή», δήλωσε ο Μεντβέντεφ. «Πρέπει να λούζονται στον φόβο, αισθανόμενοι το κοντινό και οδυνηρό τέλος τους».

Οι συχνές ρωσικές προκλήσεις αλλάζουν τον τόνο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Μετά την ανάπτυξη 10.000 στρατιωτών για την προστασία των κρίσιμων υποδομών της Πολωνίας, σε συνέχεια του σαμποτάζ σε μια σιδηροδρομική γραμμής που συνδέει τη Βαρσοβία με το Κίεβο, ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ κατηγόρησε την Παρασκευή τη Μόσχα ότι εμπλέκεται σε «κρατική τρομοκρατία».
Μετά το περιστατικό, η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Κάγια Κάλλας, δήλωσε ότι τέτοιες απειλές αποτελούν «εξαιρετικά σοβαρό κίνδυνο» για την Ένωση, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να «ανταποκριθεί με σθένος» στις επιθέσεις.
Αδράνεια
Την περασμένη εβδομάδα, ο Ιταλός υπουργός Άμυνας Γκουίντο Κροσέτο επέκρινε την «αδράνεια» της ηπείρου απέναντι στις αυξανόμενες υβριδικές επιθέσεις και παρουσίασε ένα σχέδιο 125 σελίδων για την αντίδραση. Σε αυτό πρότεινε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Αντιμετώπιση του Υβριδικού Πολέμου, μιας δύναμης 1.500 ατόμων για την καταπολέμηση των κυβερνοεπιθέσεων, καθώς και στρατιωτικού προσωπικού εξειδικευμένου στην τεχνητή νοημοσύνη.
«Όλοι πρέπει να αναθεωρήσουν τις διαδικασίες ασφαλείας τους», πρόσθεσε την Πέμπτη ο Πολωνός υπουργός Εξωτερικών Ράντοσλαφ Σικόρσκι. «Η Ρωσία κλιμακώνει σαφώς τον υβριδικό πόλεμό της εναντίον των πολιτών της ΕΕ».
Παρά την ολοένα και πιο σκληρή ρητορική, το τι σημαίνει μια πιο δυναμική αντίδραση παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη διαφορά μεταξύ Μόσχας και Βρυξελλών — η τελευταία είναι πιο περιορισμένη από την υποχρέωση να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες, όπως δήλωσε ο Κέβιν Λιμονιέρ, καθηγητής και αναπληρωτής διευθυντής του think tank GEODE με έδρα το Παρίσι. «Τίθεται ένα ηθικό και φιλοσοφικό ερώτημα: Μπορούν τα κράτη που διέπονται από το κράτος δικαίου να χρησιμοποιήσουν τα ίδια εργαλεία… και τις ίδιες στρατηγικές με τους Ρώσους;», διερωτήθηκε.
Μέχρι στιγμής, χώρες όπως η Γερμανία και η Ρουμανία ενισχύουν τους κανόνες που θα επιτρέπουν στις αρχές να καταρρίπτουν drones που πετούν πάνω από αεροδρόμια και στρατιωτικά μέρη.
Γκρίζα ζώνη
Οι εθνικές υπηρεσίες ασφαλείας, εν τω μεταξύ, μπορούν να λειτουργούν σε μια νομική γκρίζα ζώνη. Σύμμαχοι από τη Δανία έως την Τσεχία επιτρέπουν ήδη επιθετικές κυβερνοεπιχειρήσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Ηνωμένο Βασίλειο εισέβαλε στα δίκτυα του ISIS για να αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με ένα πρόγραμμα drone που βρισκόταν σε αρχικό στάδιο από την τρομοκρατική ομάδα το 2017.
Οι σύμμαχοι πρέπει να «είναι πιο προληπτικοί απέναντι στις κυβερνοεπιθέσεις», δήλωσε η Μπράζε, και να επικεντρωθούν στην «αύξηση της επίγνωσης της κατάστασης, συντονίζοντας τις υπηρεσίες ασφάλειας και πληροφοριών».
Στην πράξη, οι χώρες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μεθόδους κυβερνοχώρου για να στοχεύσουν συστήματα κρίσιμα για την πολεμική προσπάθεια της Ρωσίας, όπως η οικονομική ζώνη Alabuga στο Ταταρστάν, όπου η Μόσχα παράγει drones Shahed, καθώς και ενεργειακές εγκαταστάσεις ή τρένα που μεταφέρουν όπλα, δήλωσε ο Φίλιπ Μπράικα, πολιτικός επιστήμονας και εμπειρογνώμονας σε θέματα υβριδικών απειλών στην Πολωνική Ακαδημία Επιστημών. «Θα μπορούσαμε να επιτεθούμε στο σύστημα και να διαταράξουμε τη λειτουργία του», είπε.

Η Ευρώπη πρέπει επίσης να βρει τον τρόπο να ανταποκριθεί στις εκστρατείες παραπληροφόρησης μεγάλης κλίμακας της Ρωσίας με δικές της προσπάθειες εντός της χώρας. «Η ρωσική κοινή γνώμη… είναι κάπως απρόσιτη», δήλωσε ένας ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος. «Πρέπει να συνεργαστούμε με συμμάχους που έχουν αρκετά λεπτομερή κατανόηση του ρωσικού σκεπτικού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καθιερωθεί συνεργασία και στον τομέα του πληροφοριακού πολέμου».
Επιφυλακτικό το ΝΑΤΟ
Ωστόσο, οποιαδήποτε νέα μέτρα «πρέπει να έχουν εύλογη άρνηση ευθύνης», δήλωσε ένας διπλωμάτης της ΕΕ. Το ΝΑΤΟ, από την πλευρά του, είναι ένας αμυντικός οργανισμός και ως εκ τούτου είναι επιφυλακτικό όσον αφορά τις επιθετικές επιχειρήσεις. «Οι ασύμμετρες αντιδράσεις αποτελούν σημαντικό μέρος της συζήτησης», δήλωσε ένας διπλωμάτης του ΝΑΤΟ, αλλά «δεν πρόκειται να καταφύγουμε στις ίδιες τακτικές με τη Ρωσία».
Αντ’ αυτού, η συμμαχία θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε επιδείξεις ισχύος που αναδεικνύει την ισχύ και την ενότητά της, δήλωσε η Οάνα Λουγκέσκου, πρώην εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ και μέλος του think tank Royal United Services Institute με έδρα το Λονδίνο. Στην πράξη, αυτό σημαίνει να ανακοινώνεται άμεσα εάν η Μόσχα βρίσκεται πίσω από μια υβριδική επίθεση και να διεξάγονται στρατιωτικές ασκήσεις «χωρίς προειδοποίηση» στα ρωσικά σύνορα με τη Λιθουανία ή την Εσθονία.
Στο μεταξύ, το Κέντρο Αριστείας για τις Υβριδικές Απειλές στο Ελσίνκι, το οποίο υποστηρίζεται από το ΝΑΤΟ και περιλαμβάνει αξιωματούχους των συμμαχικών χωρών, «παρέχει επίσης εμπειρογνωμοσύνη και εκπαίδευση» και καταρτίζει «πολιτικές για την αντιμετώπιση αυτών των απειλών», δήλωσε ο Μάαρτεν τεν Βόλντε, ανώτερος αναλυτής του οργανισμού.
«Αναμφίβολα, πρέπει να γίνουν περισσότερα στον τομέα των υβριδικών επιθέσεων», δήλωσε ένας ανώτερος διπλωμάτης του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της συλλογικής απόδοσης ευθυνών μετά από επιθέσεις και της διασφάλισης ότι «με διάφορα μέσα θα δείξουμε ότι δίνουμε προσοχή και μπορούμε να μετακινήσουμε πόρους με ευελιξία».



