Τη διαρθρωτική μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 15 χρόνια, μετά τα μνημόνια και τα μέτρα λιτότητας, σε «οικονομία των καφετεριών» καταδεικνύει μελέτη που δημοσιεύθηκε από το Hellenic Observatory του London School of Economics (LSE).
Η μελέτη την οποία συνυπογράφουν οι Μιχάλης Νικηφόρος, Βλάσης Μισσός, Χρήστος Πέρρος και Νικόλαος Ροδουσάκης, αναλύει τη μαζική επέκταση του τομέα Παροχής Καταλύματος και Υπηρεσιών Εστίασης (Accommodation and Food Service Activities – AFSA), που περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό: εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία, ψυχαγωγία, βραχυχρόνιες μισθώσεις και άλλα.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, παρά τους ισχυρισμούς περί αύξησης παραγωγικότητας μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία έχει γνωρίσει έντονη πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας και σημαντική μετατόπιση της απασχόλησης προς κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας, κυρίως προς τον κλάδο AFSA. Η μείωση της συνολικής ζήτησης και των πραγματικών μισθών αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες αυτής της κατάρρευσης της παραγωγικότητας.
Η «οικονομία του καφέ»
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού αστικού και ημιαστικού τοπίου είναι ο τεράστιος αριθμός καφετεριών. Όπως σημειώνεται στην έρευνα: «από τις μεγάλες πόλεις έως τις μικρές κωμοπόλεις, και από τις ήσυχες γειτονιές έως τις τουριστικές περιοχές, τα καφέ είναι παντού».
«Η Ελλάδα πάντοτε είχε πολλές καφετέριες – απόρροια του σημαντικού ρόλου που παίζει ο καφές στην ελληνική κουλτούρα – ωστόσο, η “έκρηξη” του αριθμού τους σημειώθηκε κατά τη διάρκεια και μετά την κρίση που ξεκίνησε στα τέλη του 2009», παρατηρούν οι ερευνητές και προσθέτουν:
«Αυτή η “οικονομία των καφέ” αποτελεί το πιο ορατό σύμπτωμα μιας ευρύτερης μεταμόρφωσης της ελληνικής οικονομίας προς τις Δραστηριότητες Παροχής Καταλύματος και Υπηρεσιών Εστίασης (AFSA), όπως ορίζονται επισήμως στην ευρωπαϊκή ταξινόμηση των κλάδων, και περιλαμβάνουν εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία και άλλες τουριστικές δραστηριότητες».
Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, μετά το 2009 παρατηρείται απότομη αύξηση του μεριδίου του συγκεκριμένου κλάδου στην προστιθέμενη αξία και, κυρίως, στην απασχόληση.
Η διαρθρωτική αυτή μετατόπιση, επισημαίνουν οι ερευνητές, είναι προβληματική, διότι ο AFSA είναι κλάδος χαμηλής παραγωγικότητας. Στην Ελλάδα, η παραγωγικότητά του ήταν ήδη από τις χαμηλότερες πριν από την κρίση, ενώ από το 2009 έχει μειωθεί περίπου κατά 40%, επιτρέποντάς του να απορροφήσει μεγάλο μέρος της απασχόλησης. Ταυτόχρονα, οι μισθοί μειώθηκαν ακόμη περισσότερο, σχεδόν κατά 60%, οδηγώντας σε ανακατανομή του εισοδήματος σε βάρος των μισθωτών.
Παραγωγικότητα χαμηλότερη και από την κορύφωση της κρίσης
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν κεντρικό στοιχείο μιας γενικότερης υποχώρησης της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαπενταετία — μιας πτυχής της κρίσης που συχνά παραβλέπεται.
Παρότι πολλές μελέτες έχουν εστιάσει στο βάθος της κρίσης και στη βραδεία ανάκαμψη που ακολούθησε, σπάνια συζητείται ότι η παραγωγικότητα μειώθηκε σημαντικά και, παρά τη σχετική ανάκαμψη της τελευταίας δεκαετίας, παραμένει στάσιμη. Το 2024, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ήταν 16% χαμηλότερη από το επίπεδο του 2009 — μάλιστα χαμηλότερη και από το επίπεδο του 2015, στο αποκορύφωμα της κρίσης.
Από την έρευνα προκύπτει ότι περίπου το ένα τρίτο αυτής της μείωσης οφείλεται στον κλάδο AFSA — ένα εντυπωσιακό ποσοστό για έναν μόνο κλάδο. Το υπόλοιπο εξηγείται από μειώσεις της παραγωγικότητας στους περισσότερους άλλους τομείς της οικονομίας.
Βάσει της ταξινόμησης της Eurostat, το 2023, 16 από τους 20 βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας παρουσίασαν μείωση παραγωγικότητας σε σχέση με το 2009 — σε 14 από αυτούς, η μείωση ξεπέρασε το 10%.
Παράλληλα, σχεδόν όλοι οι κλάδοι παρουσίασαν σημαντική πτώση των πραγματικών μισθών. Σε συνολικό επίπεδο, η πτώση της παραγωγικότητας κατά 16% συνοδεύτηκε από μείωση των πραγματικών μισθών κατά 26% (με βάση τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ) ή 35% (με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), γεγονός που επίσης υποδηλώνει ανακατανομή εισοδήματος εις βάρος των μισθωτών.
Οι ερευνητές επισημαίνουν στη μελέτη τους πως η πορεία της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαπενταετία φαίνεται να αντικατοπτρίζει ένα «δυϊστικό» μοντέλο ανάπτυξης, όπου η ζήτηση και η μεγέθυνση προέρχονται κυρίως από κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας, ιδιαίτερα τον AFSA, οι οποίοι απορροφούν πλεονάζον εργατικό δυναμικό μέσω ενδογενούς μείωσης της παραγωγικότητας και των μισθών.
Η κατάρρευση των ψευδαισθήσεων της «μνημονιακής αλλαγής»
Η ανακατανομή της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης προς την «οικονομία των καφέ» — σε συνδυασμό με τη γενικότερη πτώση της παραγωγικότητας — έρχεται σε αντίθεση με τους διακηρυγμένους στόχους των τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα την περίοδο 2010–2018.
Τα προγράμματα αυτά, υπογραμμίζουν οι ερευνητές, στηρίχθηκαν σε δύο βασικούς πυλώνες:
- Επιθετική δημοσιονομική προσαρμογή, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους.
- Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – απελευθέρωση των αγορών εργασίας και προϊόντων, ιδιωτικοποιήσεις και αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος — με σκοπό τη βελτίωση της κατανομής των πόρων, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη μακροπρόθεσμη αύξηση της παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβλέψεις που συνόδευαν τα προγράμματα αυτά, τα μέτρα λιτότητας αναμένονταν να έχουν μόνο περιορισμένες βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις υποτίθεται ότι θα πυροδοτούσαν ταχεία ανάκαμψη της παραγωγής και της ανάπτυξης.
Σήμερα αναγνωρίζεται ευρέως ότι οι αρχικές προβλέψεις υποτίμησαν τις επιπτώσεις των προγραμμάτων στην παραγωγή και την απασχόληση, ωστόσο έχει δοθεί ελάχιστη προσοχή στις μακροχρόνιες συνέπειες τους για τη δομή και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
«Το χάσμα ανάμεσα στις αισιόδοξες προσδοκίες (περί αποδοτικότερης κατανομής πόρων και ενίσχυσης της παραγωγικότητας) και στην πραγματικότητα της “οικονομίας των καφέ”, που χαρακτηρίζεται από κατάρρευση και στασιμότητα παραγωγικότητας, είναι εξίσου — αν όχι περισσότερο — εντυπωσιακό», επισημαίνουν οι ερευνητές και προσθέτουν:
«Επιπλέον, η διαρθρωτική μετατόπιση προς τον κλάδο AFSA, ιδίως προς τον τουρισμό, συνοδεύεται από προκλήσεις που υπερβαίνουν τα ζητήματα παραγωγικότητας. Τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο του υπερτουρισμού έχει ενταθεί, προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες για τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και τον τοπικό πολιτισμό. Παράλληλα, η ευρεία χρήση πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει επιδεινώσει δραματικά το πρόβλημα της προσιτής στέγασης, καθιστώντας τα ενοίκια απαγορευτικά για τους ντόπιους κατοίκους».
Η διαρθρωτική μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαπενταετία έχει δημιουργήσει ένα διπλό πρόβλημα:
- Από τη μία πλευρά, η οικονομία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τον AFSA και τον τουρισμό ως βασικές πηγές ζήτησης, απασχόλησης και ξένου εισοδήματος.
- Από την άλλη, οι τομείς αυτοί χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα και συνδέονται με ευρύτερα προβλήματα, όπως περιβαλλοντική υποβάθμιση, πολιτιστική αλλοίωση και αύξηση του κόστους ζωής.
Συνοψίζοντας οι ερευνητές επισημαίνουν: «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τόσο οι κραδασμοί της ζήτησης όσο και οι μεταβολές των πραγματικών μισθών έχουν σημαντικές επιδράσεις στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Από αυτή την οπτική, η πτώση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα καθίσταται πιο κατανοητή: αντανακλά τη συστολή της παραγωγής που προκάλεσαν τα μέτρα λιτότητας και την κατάρρευση των πραγματικών μισθών λόγω της ανεργίας και της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Η Ελλάδα, επομένως, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η άκριτη, οριζόντια εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς επαρκή προσαρμογή στο θεσμικό πλαίσιο, την ικανότητα εφαρμογής και τη δυναμική των επιμέρους κλάδων, μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα».